Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ελλάδα-Αλβανία: Μια διακρατική σχέση «στον αέρα»

Στις 28 Αυγούστου του 1987, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, με τον σήμερα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια στη θέση του υπουργού Εξωτερικών, «αίρει» το «εμπόλεμο» μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η συγκεκριμένη απόφαση υλοποιήθηκε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου και αφορούσε ουσιαστικά τη ρύθμιση του πολιτικού σκέλους της όλης διαμορφωθείσας κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, η οποία ήταν τεταμένη από την εποχή της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Η συγκεκριμένη κίνηση έγινε με το σκεπτικό πως οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για την επαναπροσέγγιση των δύο χωρών και την εξασφάλιση των βέλτιστων συνθηκών διαβίωσης της ελληνικής πλειονότητας της Βορείου Ηπείρου. Δυστυχώς, παρά τα ωραία λόγια και τα χαμόγελα στους δημοσιογράφους, η πραγματικότητα δεν δικαίωσε τις ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης.
Το πέρασμα των είκοσι και παραπάνω ετών από τη σημαντική αυτή εξέλιξη, δηλαδή την «άρση» του εμπολέμου, έχει αφήσει στην Ελλάδα μία γλυκόπικρη γεύση αναφορικά με τη συμβίωση των δύο λαών ειδικά μέσα στη χώρα μας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ανοίξει μία παρένθεση και να υπογραμμιστεί πως ο σκοπός της παρούσας ανάλυσης δεν είναι να μεμφθεί τη μεγάλη αλβανικής καταγωγής κοινότητα της Ελλάδας ούτε να τη «δαιμονοποιήσει».  Ίσα ίσα, στη μεγάλη τους πλειονότητα οι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία, ειδικά τα παιδιά τους, έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία ομαλά, ενώ αρκετά από αυτά δεν μιλούν καν την αλβανική γλώσσα και δεν έχουν επισκεφθεί τη χώρα των προγόνων τους. Οι περισσότεροι δε από τους αλβανικής καταγωγής συμπολίτες μας συνεισφέρουν στη δύσκολη συγκυρία που βιώνει η χώρα μας. Δεν στρεφόμαστε κατά ατόμων, αλλά αναλύουμε, σχολιάζουμε και στηλιτεύουμε πολιτικές και πρακτικές όταν αυτές, κατά τη γνώμη μας, δεν συνάδουν με τα συμφέροντα της χώρας μας.

Επανερχόμενοι στο υπό εξέταση ζήτημα, θα πρέπει πριν από όλα να γίνει η εξής επισήμανση: Όπως είναι γνωστό, οι σχέσεις μεταξύ κρατών και οργανισμών καθορίζονται από κανόνες και διαμορφούμενα θεσμικά πλαίσια. Έτσι, ο κύριος παράγοντας που διέπει διαχρονικά τη συμπεριφορά μεταξύ κρατικών οντοτήτων μέσα σε μία κοινωνία εθνών είναι οι υπογεγραμμένες συμφωνίες. Η σχέση της χώρας μας με την Τουρκία, για παράδειγμα, παρά την αναθεωρητική στάση της Άγκυρας τα τελευταία… 55 έτη, εδράζεται σε υπογεγραμμένες και επικυρωμένες από τα κοινοβούλια συνθήκες και σύμφωνα. Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν είναι/ήταν εύκολο για την Τουρκία να αμφισβητήσει τα δικαιώματα της Ελλάδας ή να θέσει ανοιχτά ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας. Έτσι, το πρώτο και βασικότερο σημείο αναφοράς για να μπορέσει να εδραιωθεί μία διακρατική σχέση είναι ο ένας να αναγνωρίζει το δικαίωμα «ύπαρξης» του άλλου, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση είναι, τουλάχιστον, τα χερσαία σύνορα να έχουν αναγνωριστεί και από τις δύο πλευρές. Υπενθυμίζεται πως το Ισραήλ μέχρι πρόσφατα δεν διαπραγματευόταν με τους Παλαιστινίους, αφού αυτοί δεν αναγνώριζαν το δικαίωμα ύπαρξής του. Ακόμα και τώρα δεν συνομιλεί με παράγοντες οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση τη θεμελιώδη αυτή αρχή. Στην περίπτωση όμως της χώρας μας με την Αλβανία θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως το προαπαιτούμενο νομικό πλαίσιο για την ομαλή διαβίωση φαίνεται πως δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, με συνέπεια κάθε κρίση δυνητικά να εγείρει ζητήματα και θέματα, τα οποία η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί πως έχουν επιλυθεί, ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην «αναψηλάφιση» μειζόνων ερωτημάτων.

Όπως προαναφέρθηκε, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου η ελληνική κυβέρνηση «αίρει» το εμπόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά;
Σε έγγραφο της ειδικής νομικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, του τμήματος Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, και με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2007, αναφέρονται ξεκάθαρα τα εξής: «Σας πληροφορούμε ότι εξ όσων γνωρίζουμε, το από 10 Νοεμβρίου 1940 Β.Δ. ‘‘περί ορισμού ως εχθρικών κρατών κατά την έννοιαν του αναγκαστικού νόμου υπ’ αρ. 2636/1940 της Ιταλίας και της Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου νόμου’’ (ΦΕΚ Α΄ 379), επανήλθε σε ισχύ με το Ν. 13/1944 (ΦΕΚ Α΄ 1944)». Παρακάτω, στο εν λόγω έγγραφο, αναφέρεται πως, εν αντιθέσει με την Αλβανία, όλα τα εκκρεμούντα θέματα με την Ιταλία, πολιτικής και οικονομικής φύσης, έχουν επιλυθεί με μία σειρά συνθηκών, συμφωνιών και συμβάσεων μεταξύ των ετών 1946 και 1949. Με άλλα λόγια, για την ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών εν έτει 2007, ενώ η Ιταλία έχει πάψει να εμπίπτει στο νόμο περί εχθρικού κράτους, αφού έχουν υπογραφεί οι ανάλογες συνθήκες, η Αλβανία εξακολουθεί τουλάχιστον από νομικής άποψης να θεωρείτε «εχθρός». Με απλά ελληνικά οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ ισχυρίζονται πως το «εμπόλεμο» μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας νομικώς δεν έχει αρθεί ποτέ, ενώ φυσικά καμία συνθήκη που να το αίρει δεν έχει περάσει προς κύρωση από τη Βουλή των Ελλήνων έτσι ώστε να γίνει νόμος του κράτους.


Απελευθέρωση της Κορυτσάς
6 Δεκαμβρίου 1912.


 Η πραγματικότητα της σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας παρουσιάζεται με διαφωτιστικό τρόπο στη μελέτη της Κατερίνας Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη που έχει τίτλο Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις. Αξίζει να υπογραμμιστούν δύο σημεία της εν λόγω μελέτης: Το πρώτο έχει να κάνει με το καθεστώς των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, ενώ το δεύτερο αφορά το ζήτημα του «εμπολέμου».
Αναφορικά με το πρώτο θέμα, η συγγραφέας σημειώνει πως: «Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Αλβανίας δεν έχει σημάνει και τυπικά την ‘‘οριστική’’ λύση του εδαφικού ζητήματος της Β. Ηπείρου» και συμπληρώνει πως «η παγίωση της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή ύστερα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ‘‘αποδοχή’’ της καταστάσεως αυτής από την πλευρά της Ελλάδας και η μη, κατά συνέπεια, προβολή εδαφικής διεκδικήσεως, δεν σημαίνουν και απόλυτη αποποίηση των δικαιωμάτων της. Χαρακτηριστική απόδειξη της πιο πάνω θέσης είναι η έλλειψη διμερούς συμφωνίας σχετικής με τη μεθοριακή γραμμή των δύο χωρών».
Ο λόγος για τον μη καθορισμό όλων των παραπάνω, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι πως «ο καθορισμός των ελληνοαλβανικών συνόρων είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη σύσταση του αλβανικού κράτους και το βορειοηπειρωτικό ζήτημα». Η Ελλάδα επιθυμεί να υπογραφεί μία συνθήκη με βάση το υπάρχον καθεστώς χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε προγενέστερες συμφωνίες, ενώ η Αλβανία επιθυμεί η συμφωνία να εδράζεται σε όλες τις προηγούμενες. Η διαφορά στη συγκεκριμένη θέση έγκειται στο γεγονός πως τα Τίρανα ουσιαστικά επιδιώκουν να αποκλείσουν το δικαίωμα της Ελλάδας από «μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις». Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι «το καθεστώς των συνόρων να εξακολουθεί να παραμένει χωρίς ειδική διεθνή ρύθμιση». Ας σημειωθεί πως το διεθνές δίκαιο προβλέπει την αλλαγή της συνοριογραμής εάν αυτό αποτελέσει καρπό διαπραγματεύσεων και συνομιλιών, ενώ η «πρακτική» των τελευταίων ετών κάθε άλλο παρά απαγορεύει τέτοιου είδους πρακτικές.
Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, αυτό του «εμπολέμου» μεταξύ των δύο κρατών, υπενθυμίζεται πως η Αθήνα για να το άρει απαίτησε τα κάτωθι: Πρώτον, την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα και δεύτερον τη μη ανάμειξη της Αλβανίας στα εσωτερικά της.


Όπως όμως αποδείχθηκε ιστορικά, με την πάροδο των ετών οι δύο αυτές προϋποθέσεις, ειδικά η πρώτη, «ατόνησαν», ενώ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε ένας υποτυπώδης διμερής «διάλογος». Η εξέλιξη των διμερών σχέσεων οδήγησε σήμερα στην εμπέδωση μίας κατάστασης sui generis, «όπου μεταξύ των δύο χωρών ισχύει τυπικά καθεστώς πολέμου, ενώ στην πράξη συμβαίνει εντελώς το αντίθετο». Με μία απλή ματιά στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας θα διαπιστωθεί πως η Ελλάδα και η Αλβανία έχουν υπογράψει μία σειρά συμφωνιών οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με συμπεριφορές μεταξύ εμπόλεμων κρατών. Έτσι, σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών το «συμβατικό πλαίσιο» μέσα στο οποίο εδράζονται οι διμερείς σχέσεις των δύο κρατών καθορίζεται από το «Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας» που υπεγράφη στις 21 Μαρτίου του 1996 (κυρώθηκε με το Ν.2568/ΦΕΚ Α΄8/13-1-1998). Μεταξύ άλλων, στο εν λόγω σύμφωνο αναφέρεται πως «η ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλλει σημαντικά στη ζωή της κοινωνίας της Αλβανίας και αποτελεί παράγοντα για την ανάπτυξη της φιλίας μεταξύ των δύο χωρών». Ο αριθμός δε των συμφωνιών και των πρωτοκόλλων που έχουν υπογραφεί με την Αλβανία, από το 1987 έως και το 2008 είναι σημαντικός και περιλαμβάνει ένα «ευρύτατο πλέγμα ειδικότερων συμφωνιών σε επί μέρους τομείς. Περιλαμβάνονται Συμφωνίες Οικονομικής, Βιομηχανικής, Τεχνικής και Επιστημονικής Συνεργασίας, Μορφωτικής Συνεργασίας, Στρατιωτικής Συνεργασίας, Αστυνομικής Συνεργασίας, Δικαστικής Αρωγής». Είναι σαφές πως ο μεγάλος αριθμός των κυρωθέντων συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών δεν περιλαμβάνει ούτε την άρση του εμπολέμου αλλά ούτε και τον ακριβή καθορισμό της οριογραμμής.

Μετά από αιώνες η Βόρεια Ήπειρο ανέπνεε τον άνεμο της ελευθερίας.
Οι Έλληνες της περιοχής, αφού δεν κατάφεραν να ενωθουν
με την μητέρα-πατρίδα, πέτυχαν "ενδιάμεση λύση",
αυτή της αυτονομίας.
Φώτο: επίσημη ανακήρυξη της αυτονομίας της Β.Ηπείρου,
Αργυρόκαστρο (1 Μαρτίου 1914)
(Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο)

Με άλλα λόγια, τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία φαίνεται να μην ανησυχούν για το τι θα συμβεί εάν σε κάποια χρονική περίοδο και για κάποιους λόγους η σχέση μεταξύ τους διαρραγεί σε σημείο δημιουργίας μίας μείζονος κρίσης. Τόσο η Αθήνα όσο και τα Τίρανα φαίνεται να αδιαφορούν στην πιθανότητα να θέσει είτε η μία είτε η άλλη πλευρά θέματα εδαφικής κυριαρχίας, αφού δεν υπάρχει κάτι που νομικά να το εμποδίζει. Ιδιαίτερα τα Τίρανα, «μεθυσμένα» από την επιτυχία στο Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια φαίνεται να υποτιμούν, όπως ακριβώς πράττουν και τα Σκόπια, τις δυνατότητες και τη θέληση της Αθήνας να υπερασπιστεί κεκτημένα δικαιώματά της. Υπάρχουν όμως λόγοι για τους οποίους η Αθήνα θα θεωρούσε πως τα Τίρανα έχουν «υπερβεί τα εσκαμμένα», συνεπώς η αντίδραση θα μπορούσε να ήταν μία δυναμική απάντηση σε διπλωματικό-πολιτικό, ακόμα και σε στρατιωτικό, επίπεδο η οποία θα αποδείκνυε με τον πλέον σαφή τρόπο πως όλες οι σταθερές στις ελληνοαλβανικές σχέσεις τα τελευταία 20 έτη στην πραγματικότητα βρίσκονται «στον αέρα»;


Χάρτης που καταδεικνύει το χώρο συγκέντρωσεις 
των ελληνικών πλυθησμών,  και οι ζώνες
που έχουν αναγνωριστεί  ως "μειονοτικές",
στις οποίες η Αλβανία υποχρεούται να προτατεύει
την διγλωσσία.
Μόνιμο αίτημα της ελληνικής πλευράς είναι
να επεκταθούν τα όρια της αναγνωρισμένης σήμερα
μειονοτικής περιοχής



Αλβανία: Παίζοντας με την φλόγα
Πριν από λίγες ημέρες ο Έλληνας πρέσβης στα Τίρανα Νίκος Πάζιος, υπό τον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρότατης κρίσης με την Αλβανία, κλήθηκε επειγόντως στην Αθήνα για διαβουλεύσεις. Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα στη Βόρεια Ήπειρο τα οποία κόστισαν τη ζωή σε έναν Έλληνα ομογενή έρχονται ως «κερασάκι στην τούρτα» σε μία σειρά προκλητικών ενεργειών από πλευράς των Τιράνων, τα οποία δεν φαίνεται να εκτιμούν τη συγκαταβατική στάση της Ελλάδας σε όλα σχεδόν τα θέματα τα οποία την απασχολούν. Το πεδίο αντιπαράθεσης, το οποίο η Αλβανία έχει ανοίξει με την Ελλάδα, δυστυχώς διευρύνεται μέρα με τη μέρα. Σε γενικές γραμμές, οι προκλήσεις εναντίον της χώρας μας θα μπορούσαν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες:
Σε αυτά τα ζητήματα που ήδη υπήρχαν και ταλάνιζαν τις διακρατικές σχέσεις και σε εκείνα τα οποία έχουν ανακύψει σχετικά πρόσφατα και θέτουν νέα βάρη στο ήδη τεντωμένο σχοινί όπου ακροβατούν οι δύο πλευρές.

Τα «παλαιά» θέματα είναι κυρίως δύο:
Πρώτον, τα προβλήματα επιβίωσης της ελληνικής πλειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο. Τα αιτήματα περί αναγνώρισης όλων των περιοχών της Βορείου Ηπείρου ως «μειονοτικών» και η εξασφάλιση της ζωής, της ελευθερίας και της περιουσίας τους παραμένουν αναλλοίωτα, υποδηλώνοντας πως το αλβανικό κράτος έχει κάνει, αν όχι τίποτα, πολύ λίγα προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο πρόσφατος θάνατος του Έλληνα ομογενή αποδεικνύει πως η κατάσταση αντί να βελτιώνεται βαίνει προς το χειρότερο.
Δεύτερον, τα Τίρανα ενθαρρύνουν τις απαιτήσεις διαφόρων κύκλων αναφορικά με το θέμα των Τσάμηδων, οι οποίοι, έχοντας την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι πρόσφορο έδαφος για δημιουργία καταστάσεων τύπου Κοσσυφοπεδίου, τον τελευταίο καιρό έχουν αποθρασυνθεί τελείως. Απλούστερη απόδειξη των πραγματικών προθέσεων της ηγεσίας της Αλβανίας είναι η προσβολή προς το πρόσωπο του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Παπούλια, ο οποίος σε επίσκεψή του στην Αλβανία βρέθηκε αντιμέτωπος με «Τσάμηδες» που απαιτούσαν «δικαιοσύνη».

Τα «νέα» θέματα είναι και αυτά δύο:
Πρώτον, ενώ υπεγράφη μεταξύ των δύο κυβερνήσεων η συμφωνία για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και των άλλων θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας θεωρώντας πως η συμφωνία υποσκάπτει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αλβανίας μπλόκαρε την κύρωσή της. Η μη κύρωση της εν λόγω συμφωνίας αντιβαίνει τις προβλέψεις της Σύμβασης του Δικαίου της Θαλάσσης, ενώ η μη εφαρμογή της συνιστά καίριο πλήγμα στα εθνικά μας συμφέροντα, ειδικά εάν συνυπολογιστεί το γεγονός πως η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη του κυκλώνα στην Ανατολική Μεσόγειο αναφορικά με το θέμα των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί και κάτι ακόμα το οποίο δημιουργεί πολλά ερωτηματικά:
Είναι δυνατόν η Αθήνα να διαμαρτύρεται για την εν λόγω εξέλιξη και να ζητά το δίκιο της, ενώ η ίδια δεν έχει προχωρήσει στο αυτονόητο, δηλαδή στην κύρωση της υπογεγραμμένης συμφωνίας από τη Βουλή των Ελλήνων; Ποιος ο λόγος της κωλυσιεργίας της ελληνικής κυβέρνησης;
Δεύτερον, η όλο και αναβαθμιζόμενη στρατιωτική σχέση με την Τουρκία προκαλεί στην Ελλάδα όχι μόνο ανησυχία αλλά και εκνευρισμό. Είναι σαφές πως τα Τίρανα έχουν διαλέξει στρατόπεδο αναφορικά με τις περιφερειακές συσσωματώσεις και συμμαχίες. Πριν από λίγο καιρό μοίρα του τουρκικού στόλου ασκήθηκε στο Ιόνιο, μη υπολογίζοντας πως στην περιοχή, εκτός από τη δόξα, μπορεί να συναντήσει και εκπλήξεις όμοιες με αυτές που αντιμετώπισε στην ιστορική ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) ο οθωμανικός στόλος, ο οποίος τώρα αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας. Οι πλάτες που κάνουν τα Τίρανα προς την Άγκυρα διευκολύνοντας με τόσο απροκάλυπτο και εριστικό τρόπο το άνοιγμα ενός δεύτερου τουρκικού μετώπου εναντίον της Ελλάδας πραγματικά προξενεί εντύπωση.


Τι θα συνέβαινε Αν…
Είναι φανερό πως οι προκλήσεις της Αλβανίας έχουν πλέον ξεφύγει του «τοπικού» πεδίου και της μικροπολιτικής. Τα Τίρανα πλέον θεωρούν πως έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν να δολοφονούνται Έλληνες και ύστερα μέσω των μέσων μαζικού επηρεασμού της κοινής γνώμης να «ζητάνε και τα ρέστα» και να ηρωοποιούν τους δολοφόνους. Το πολιτικό σύστημα της χώρας επιτρέπει σε «Τσάμηδες» να προπαγανδίζουν όχι μόνο την «επιστροφή στις ρίζες» αλλά και την «κοσοβοποίηση» της Νότιας Ηπείρου. Εάν όμως αυτά τα θεωρήσει κάποιος «τετριμμένα» και γνωστά, τι έχει να παρατηρήσει για το ζήτημα της προσπάθειας αποστέρησης από την Ελλάδα τεραστίων θαλάσσιων εκτάσεων, μαζί με το υπέδαφός τους, και για το μείζον θέμα της άδειας εγκατάστασης τουρκικών δυνάμεων στην πλάτη της χώρας μας; Εκείνο το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως από κάθε άποψη η Ελλάδα έχει το πάνω χέρι σε μία δυνητική αντιπαράθεση με την Αλβανία.
Τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο στο πολιτικό και στο στρατιωτικό, η Αθήνα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τα Τίρανα. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως η γεωπολιτική ισορροπία του 2010 δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το 1999. Με άλλα λόγια, είναι σίγουρο πως η υιοθέτηση πρακτικών και στρατηγικών τύπου Κοσσυφοπεδίου-Μετόχια δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή από τη «διεθνή κοινότητα». Με λίγα λόγια,κάθε προσπάθεια περαιτέρω πρόκλησης της Ελλάδας το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν τόσο η Αθήνα όσο και η… διεθνής κοινότητα να «θυμηθούν» πως το «εμπόλεμο» δεν έχει αρθεί, τα σύνορα δεν έχουν καθοριστεί και η Βόρεια Ήπειρος θα έπρεπε να ήταν αυτόνομη.

Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη

ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ:

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Ο Εμφύλιος - το αντάρτικο στην Κρήτη

Για την αποφυγή της μετάδοσης της πυρκαγιάς του εμφυλίου πολέμου σε ολόκληρη την Κρήτη (οι πρώτες εστίες ένοπλων ομάδων φυγόδικων είχαν ήδη εμφανιστεί στη Δυτική Κρήτη) έγινε σύσκεψη στα Χανιά όλων των πολιτικών παρατάξεων. Στη σύσκεψη μετείχε εκ μέρους του ΚΚΕ ο νέος Γραμματέας της περιοχής Γιώργης Τσιτήλος, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βλαντά και προσωπικά ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Κατά τη σύσκεψη εκείνη συμφωνήθηκε να κρατηθεί η Κρήτη έκτος της δίνης του εμφυλίου πολέμου, ο δε Σοφοκλής Βενιζέλος υποσχέθηκε αμνηστία στους ένοπλους φυγόδικους και μεταφορά τους σε οποιοδήποτε μέρος εκλέξουν αυτοί με δική του ευθύνη.
Βέβαια η πρόταση Βενιζέλου ήταν πολιτικά ύποπτη και ήθελε προφανώς να απογυμνώσει την  Αριστερά από τα δυναμικά της ερείσματα, που χωρίς να έχουν ειδική εντολή, είχαν σπεύσει να φυγοδικήσουν (για μη πολιτικά αδικήματα οι περισσότεροι, όπως η ζωοκλοπή) στην ύπαιθρο. Ωστόσο, αντί να αποτελέσει εκείνη η σύσκεψη την αφετηρία μιας γενικότερης μεθόδευσης να κρατηθεί η Κρήτη έξω από τον εμφύλιο, αφού άλλωστε δεν είχε και προβλήματα τρομοκρατικής δραστηριότητας της Δεξιάς που να δικαιολογούν το αντάρτικο, είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο Καπετάν Γιάννης Ποδιάς

Και το Π.Γ. του ΚΚΕ διεμήνυσε στην οργάνωση της Κρήτης και τον Τσιτήλο αντί να διοργανώνουν μαζικούς απεργιακούς αγώνες να προετοιμάζουν τα πνεύματα και ένοπλες ομάδες για να πιάσουν τα βουνά! Χαρακτηριστικό των προθέσεων της ηγεσίας υπήρξε το γεγονός ότι έστειλαν στην Κρήτη (Ηράκλειο) τον παλιό αντιστασιακό καπετάνιο Γιάννη Ποδιά, υπό συνθήκες παρανομίας, για να οργανώσει το αντάρτικο στην Ανατολική Κρήτη και να βγει στο βουνό στην περιοχή Βιάνου, ενώ ένας άλλος γνωστός καπετάνιος ο Ανωγειανός Γιώργης Σμπώκος κατέφυγε στον Ψηλορείτη με κέντρο το χωριό του τα Ανώγεια, στρατολογώντας μεθοδικά ένοπλους αντάρτες. Ήδη ο Ποδιάς έδινε τα πρώτα σημεία της παρουσίας του στο βουνό, καταλαμβάνοντας με την ομάδα του την Ιεράπετρα, για να εξοντωθεί αργότερα, τον Αύγουστο του 1947 σε μια ενέδρα στον Ψηλορείτη μαζί με την ομάδα του.
Την Α. Κρήτη στους πρώτους μήνες του εμφύλιου πολέμου το ΓΕΣ είχε χρησιμοποιήσει ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως στρατιωτικών μονάδων που είχαν χαρακτηριστεί ως μη πιστές από το καθεστώς της Δεξιάς.Πράγματι, κάπου τρία τάγματα είχαν σταλεί εκεί με αποτέλεσμα πολλοί από τους στρατιώτες που τα απαρτίζανε, αριστερών φρονημάτων, να βγουν στα βουνά. Έτσι το αντάρτικο ενισχύθηκε από καινούργιες κατατάξεις που ολοένα πλήθαιναν, τόσο που το καλοκαίρι του 1947 να απειλούνται τα μεγάλα αστικά κέντρα του νησιού.

Τότε ο Βενιζέλος ανήσυχος, υπακούοντας στις εκκλήσεις των κομματαρχών του, έστειλε στην Κρήτη ένα τάγμα από πιστούς οπαδούς του καθώς και μια διλοχία Κρητικών χωροφυλάκων, έμπειρων στις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο ,τοποθετώντας ως στρατιωτικό διοικητή τον συνταγματάρχη Γιάννη Φραγκιαδάκη αυτόχθονα. Ένα τυχαίο έναυσμα θα έφερνε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης. Και το έναυσμα δόθηκε, με την αψυχολόγητη εκτέλεση, από τον Μπαντουρογιάννη και το γιατρό Μανόλη Σιγανό και την ομάδα τους, στο δήμο Κεραμιών του παράγοντα του χωριού Γερόλακκος Νίκου Παπαδάκη. Το γεγονός εκμεταλλεύτηκε ο γνωστός οπλαρχηγός της Δεξιάς Παύλος Γύπαρης και διέταξε την εκτέλεση δύο διαπρεπών μελών της κοινωνίας των Χανίων του συνταγματάρχη σε τιμητική αποστρατεία  Γιώργη Παπουτσάκη και του επίσης σε τιμητική αποστρατεία ταγματάρχη Γεωργίου Σταματάκη, ανάπηρου με ξύλινο πόδι, που οι δεσμοί τους με την αριστερά ήταν γνωστοί στα Χανιά.
Τον Σεπτέμβριο του 1947 έγινε μεγάλη  εκκαθαριστική επιχείρηση στην περιοχή Κίσσαμου.  Το συγκρότημα Μπαντουρογιάννη έπεσε σε ενέδρα του στρατού και υπέστη μεγάλη φθορά, σκοτώθηκε δε και ο  ίδιος ο αρχηγός του Μπαντουρογιάννης. Έτσι ένα μεγάλο και ισχυρό τμήμα που κρατούσε την περιοχή Λευκών Όρων και το οροπέδιο του Ομαλού εξοντώθηκε και το κουφάρι του αρχηγού του περιφερόταν με κανιβαλικές εκδηλώσεις στα Χανιά ασυνήθιστες για την Κρήτη.



Ο Νίκος Κοκοβλής ιστορεί: Γενική επιθυμία ομαλότητας
Ο Νίκος Κοκοβλής, Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Χανίων μετά την απελευθέρωση και από τα πιο σημαντικά στελέχη του αντάρτικου στη Δ. Κρήτη, στην περιοχή των Λευκών Όρων, ιδού πως αφηγήθηκε στον γράφοντα τα γεγονότα της Κρήτης μετά τη λήξη του 1946:
«Έληγε έτσι το 1946 και η ομαλότητα στην Κρήτη διατηρούνταν γιατί οι "Λαϊκοί" δεν μπορούσαν να τη διαταράξουν. Αυτή την περίοδο που στην άλλη Ελλάδα γίνονταν μεγάλες συγκρούσεις, στην Κρήτη ήταν ελάχιστοι οι διωκόμενοι που έφεραν όπλα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Π.χ., στη Δυτική Κρήτη δεν ξεπερνούσαν το καλοκαίρι του 46 τους 6-7 που κυνηγήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση όπως οι Σπανουδάκης και Ρωμανιάδες στην επαρχία Ακοκορώνου,  Πισσάς και Μπολούδης στην Κυδωνιά, Μπαντουρόγιαννης στην Κίσσαμο κ.λπ.».
Η απόφαση της Β’ ολομέλειας της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης του Κ.Κ.Ε. σημειώνει:
«Η σχετική ησυχία που επικρατεί στην Κρήτη δεν οφείλεται στη θέληση των Αρχών να διατηρήσουν την τάξη, μα στην αδυναμία τους να τη διαταράξουν, γιατί αντιμετωπίζουν τον μεγάλο όγκο του δημοκρατικού κρητικού λαού ενωμένο να αντιστέκεται σε κάθε φασιστική ενέργεια και αυθαιρεσία και μαζικά να αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια στραγγαλισμού των ελευθεριών του...»
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση, που έδωσε ένας από τους ηγέτες της ΕΟΚ στα Χανιά, παράγοντας των βενιζελικών και πρώην δήμαρχος,ο  Ν. Σκουλάς στην πρόσκληση από μέρους των Αρχών να αρχίσουν δράση κατά των κομμουνιστών:  «Οι κομμουνιστές δε μας πειράζουν και δεν βλέπουμε το λόγο να άλληλοσφαγούμε».
Τώρα όμως (αρχές του '47) με τη συμμετοχή του Βενιζέλου στην κυβέρνηση των "7" θα αλλάξουν τα πράματα, θα κινήσουν τους Δεξιούς του Κέντρου να δράσουν μαζί με τους Δεξιούς βασιλόφρονες, τους συνεργάτες των Άγγλων και τους δοσίλογους για το άναμμα του εμφύλιου. Γι’ αυτό το ΕΑΜ εντείνει τις προσπάθειες του για τη διατήρηση της ομαλότητας.
Σε σχόλιο της η «Μαχόμενη Κρήτη» του Γενάρη (1947) με τίτλο "Ο κ. Βενιζέλος ομολογεί" γράφει:
«Στα τέλη του περασμένου μήνα πραγματοποιήθηκε στα Χανιά σύσκεψη της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΑΜ, ΣΚ-ΕΛΔ, ΧΡΙΣΚΕ, Δημοκρατικός Σύλλογος) και του κ. Σ. Βενιζέλου και στελεχών του κόμματος του για την εξεύρεση τρόπου συνεννόησης όλου τού δημοκρατικού κόσμου του Νομού και της ματαίωσης του εμφυλίου πολέμου στην Κρήτη. Η Δημοκρατική Αριστερά πρότεινε μια σειρά μέτρα που θα πρέπει να παρθούν (Σημ. να σταματήσει κάθε διωγμός ενάντια στην Αριστερά, οι Κρήτες φαντάροι να μένουν στην Κρήτη και να μην στέλνονται να πολεμήσουν τους αντάρτες στην άλλη Ελλάδα κλπ.) από όλα τα δημοκρατικά κόμματα και οργανώσεις για την επιτυχία του σκοπού που έθεσε η σύσκεψη. Ο κ. Βενιζέλος αρνήθηκε τη συμβολή του, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί δεν του επιτρέπει η …συνεργασία του με άλλα κόμματα (Σημ. εννοεί τη συνεργασία του στην κυβέρνηση)... Έτσι ομολογεί μόνος του τη συνεργασία του με το μοναρχισμό και την ευθύνη του και ενοχή του στις προσπάθειες διάσπασης του δημοκρατικού λαού του νησιού...».
Σε άλλο σχόλιο (τεύχος Φλεβάρη), σημειώνει:
«Στα Χανιά έγινε μια μεγαλειώδης συγκέντρωση στις 26.1.47 με πρωτοβουλία του Δημοκρατικού Συλλόγου και στην όποια πήραν μέρος αντιπρόσωποι από το Κέντρο και τη Δεξιά, μελετήθηκε η κατάσταση όπως διαμορφώνεται στην Κρήτη με τις προσπάθειες των εμπρηστών για επέκταση του εμφυλίου πολέμου και εκλέχτηκε Συμφιλιωτική Επιτροπή. Αργότερα ακλούθησαν τέτοιες συγκεντρώσεις σε πολλά χωριά του Νομού και δημοσιεύτηκαν κιόλας «πραχτικά συμφιλιώσεως». Φαίνεται πως το ίδιο και στους άλλους Νομούς της Κρήτης καταχτά καθημερινά έδαφος, παρά το γεγονός καταπολέμησης του από την αντίδραση με επικεφαλής το κόμμα των Βενιζελικών Φιλελευθέρων...».

 
Ο Γύπαρης τορπιλίζει την ενότητα. Η απεργία
Η καθοδήγηση των βενιζελικών σπρώχνει προς τη σύγκρουση. Διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Ν. Χανίων ο Γύπαρης κι αρχίζει να στρατολογεί κακοποιά στοιχεία και κατσικοκλέφτες, που πολλούς κιόλας τους έβγαλαν από τη φυλακή, και να συγκροτεί το λεγόμενο σώμα «Άνευ Θητείας χωροφυλάκων». Οι διωκόμενοι πληθύνονται και πλαισιώνουν τις ομάδες του βουνού που ακόμα δεν παρουσίαζαν καμιά δράση. Ταυτόχρονα υπήρχαν πολλοί ανυπόταχτοι, που κρύβονταν. Αρνούνταν να πάνε στον στρατό.
Από το Μάρτη και η κομματική οργάνωση έδωσε την εντολή στα μέλη της να μην κατατάσσονται στρατιώτες. Όσο πάει και μεγαλώνει η κινητοποίηση ιδιαίτερα των γυναικών, που απαιτούν από τις Αρχές να μη πηγαίνουν τα στρατευμένα παιδιά τους στην άλλη Ελλάδα στις αδελφοκτόνες συγκρούσεις.
Μέσα στο Φλεβάρη (1947) επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός στις τάξεις των εργαζομένων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι κατέβηκαν σε απεργία σε όλη την Κρήτη, που κράτησε μια βδομάδα. Άλλες κλαδικές απεργίες των εργατών (ΕΤΕΛ κλπ ) κράτησαν πολλές μέρες. Οι επαγγελματίες επίσης κινητοποιούνται και οι αγρότες έκαναν συγκέντρωσεις διαμαρτυρίας. Την τελευταία βδομάδα του Φλεβάρη οι συνεταιρισμοί των αγροτών κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας σε όλη την Κρήτη. Απεργιακές φρουρές σε όλους τους δρόμους περιφρουρούν την απεργία και τίποτα δεν μπαίνει στις πόλεις. Η Χωροφυλακή κάνει προσπάθειες να διαλύσει τις απεργιακές φρουρές. Τότε πολλοί αγρότες ένοπλοι πιάνουν καίρια σημεία για να προστατέψουν τις απεργιακές φρουρές τους και την  απεργία τους. Και την υπερασπίζουν πράγματι αποτελεσματικά.

Παύλος Γύπαρης
Την τελευταία μέρα τού Φλεβάρη κυκλοφορεί ανακοίνωση των επαγγελματοβιοτεχνικών οργανώσεων και των Εργατικών Κέντρων ότι από την 1η του Μάρτη κατεβαίνουν, σε απεργία και καλούν σε συγκέντρωση. Η απεργία έτσι γίνεται παλλαϊκή. Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ν. Χανίων Γύπαρης κυκλοφορεί διαταγή που απαγορεύει τη συγκέντρωση. Η παλλαϊκή απεργιακή επιτροπή άπαντα ότι η συγκέντρωση θα γίνει. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται. Οι Δεξιοί φοβούνται ότι έχει αποφασιστεί η κατάληψη της εξουσίας και πολλοί ζητούν να κοιμηθούν το βράδυ σε σπίτια Αριστερών.
Μια αναμέτρηση θα έδινε οπωσδήποτε τη νίκη στο Νομό Χανίων, ίσως και σε όλη την Κρήτη, στις δυνάμεις της Αριστεράς.
(Η σύγκρουση δεν έγινε, καθοδήγηση της οργάνωσης του ΚΚΕ πειθαρχούσε απόλυτα στη γενική γραμμή του κόμματος -ήταν ακόμα η εποχή, που κατά το Ζαχαριάδη, δεν αποβλέπουμε στην κατάληψη της εξουσίας, αλλά απλώς κάνουμε μια «ένοπλη διαμαρτυρία». Φυσικά μια τέτοια επαναστατική εξουσία στο νησί είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να κρατηθεί για λίγο, γιατί οι Αγγλοαμερικανικοί και η αντίδραση θα κινούσαν το πάν εναντίον της κι ίσως οι συνέπιες για τον κρητικό λαό να ήταν πολύ βαριές).
Το βράδυ κυκλοφορεί νέα διαταγή του Γύπαρη (με παράρτημα της εφημερίδας του κ. Μητσοτάκη «Κήρυξ») πιο απειλητική, που γνωστοποιούσε ότι κάθε απόπειρα συγκέντρωσης θα παταχθεί αμείλικτα. Η απεργιακή επιτροπή με προκήρυξη άπαντα και πάλι ότι η συγκέντρωση θα γίνει. Η ένταση έτσι φθάνει στο κατακόρυφο
Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα (πριν εκδηλωθεί η παλλαϊκή απεργία) ο Γενικός Διοικητής Κρήτης κ. Χρ. Τζιφάκης καλεί την απεργιακή επιτροπή και την επιτροπή συμφιλίωσης. Ύστερα από συζήτηση υπόγραψε ένα πρωτόκολλο που υποσχόταν ότι «αναλαμβάνει να λύσει» εντός 20ημέρου τα ζητήματα που εξαρτιούνται από αυτόν (περίπου τα μισά από τα 17 αιτήματα της παλλαϊκής απεργίας) για  τα υπόλοιπα θα πάει στην Αθήνα να μεσολαβήσει ώστε να τα λύσει σύντομα η κυβέρνηση.
Έτσι, η απεργιακή επιτροπή αποφάσισε την αναστολή της απεργίας και κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα το πρωτόκολλο που υπόγραψε ο Γενικός Διοικητής.
Ύστερα από μερικές μέρες έφυγε, πράγματι, ο Γενικός Διοικητής για την Αθήνα και εκεί κάθισε πάνω από μήνα, συζήτησε με την κυβέρνηση όχι βέβαια για τη λύση των ζητημάτων, άλλα για το πως θα χτυπηθεί το αριστερό κίνημα. Στο μεταξύ ο Γύπαρης τελείωσε τη συγκρότηση του «Άνευ θητείας» σώματος χωροφυλάκων με τη συγκέντρωση όλων των εγκληματικών στοιχείων, που τα εξαπέλυσε πάνοπλα και σιγά - σιγά να σπείρουν στην πόλη των Χανίων την τρομοκρατία και μετά να ξεδιπλωθούν και στην ύπαιθρο.

Τάσος Βουρνάς
Πηγή: Τα Νεα (18 Φεβρουαρίου 1981)

 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Το δικό μας μνημόνιο για να μην χρεοκοπήσει ο ελληνικός λαός

..Έξι κεντρικές θέσεις πάλης, από τις οποίες θα κριθεί η επιβίωση μας

Το Μνημόνιο όχι μόνο δεν μας απομακρύνει
από την δύνη του χρέους
αλλά μας σπρώχνει όλο και πιο κοντά σ' αυτή


Η πάλη του ελληνικού λαού ενάντια στα γενοκτονικά σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου θα είναι σκληρή και θα έχει διάρκεια. Και η πάλη αυτή εκ των πραγμάτων θα επικεντρωθεί πάνω στα ακόλουθα ζητήματα, που συνιστούν το δικό μας «Μνημόνιο», το Μνημόνιο Επιβίωσης του ελληνικού λαού:

Άρνηση πληρωμής του τοκογλυφικού χρέους προς το ξένο και ντόπιο  τραπεζικό κεφάλαιο. Το δυσθεώρητο «δημόσιο χρέος» δεν είναι  χρήματα που δανείστηκαν οι κυβερνήσεις για τις ανάγκες του ελληνικού λαού, αλλά για να καταλήξουν στις τσέπες των καπιταλιστών  (μέσω επιδοτήσεων, αναθέσεων, φοροδιαφυγής κτλ.) και στις τσέπες των ίδιων των αστών πολιτικών. Ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος του σημερινού χρέους είναι τοκογλυφικά «πανωτόκια» που έχουν προστεθεί από το ντόπιο και ξένο τραπεζικό κεφάλαιο. Αυτά τα κοράκια όχι μόνο δεν πρέπει να λυπούμαστε αν τα «φεσώσουμε», αλλά στην πραγματικότητα έχουν θησαυρίσει τόσα χρόνια από το δημόσιο χρέος. Ο ελληνικός λαός δεν χρωστάει τίποτα και σε κανέναν και πρέπει να απαιτήσει τη μη πληρωμή του τοκογλυφικού χρέους στις αιματορουφήχτρες του ξένου και ντόπιου τραπεζικού κεφαλαίου. Όσον αφορά το μέρος εκείνο του χρέους που βρίσκεται, υπό μορφή ομολόγων, στα χέρια ευρωπαϊκών ασφαλιστικών ταμείων, αυτό να καλυφθεί από τη δήμευση των περιουσιών των φοροφυγάδων καπιταλιστών και των μιζαδόρων αστών πολιτικών. Και να μην ακούμε αυτούς που λένε ότι «αυτά δεν γίνονται», γιατί, ακόμα και μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια, διαγραφές χρεών έχουν γίνει πολλές φορές.

Κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Η κυβέρνηση λακέδων του Παπανδρέου και η αμέσως προηγούμενη έχουν χαρίσει μέχρι τώρα στους τραπεζίτες  (δηλαδή, στους κατ' εξοχήν υπευθύνους για την κρίση) 78 δισ.  Με αυτά τα λεφτά, θα μπορούσε κανείς να αγοράσει 4 φορές όλες τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών! Κάθε κυβέρνηση που θα ήθελε πραγματικά να «σώσει τη χώρα», το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να πάρει στα χέρια της τον πλήρη έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Αυτό θα επέτρεπε, αμέσως αμέσως, τη διαγραφή χρεών, την εξασφάλιση ικανής ρευστότητας, την έκδοση εσωτερικού δανείου, και, κυρίως, τη χρηματοδότηση της παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας.

Δημόσιες επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα, ιδίως στη βιομηχανία. Ακόμα κι αν λύσουμε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, καμιά προοπτική δεν υπάρχει για τη χώρα και το λαό μας χωρίς μια σύγχρονη βιομηχανία, στηριγμένη στην έρευνα και τις νέες τεχνολογίες, και γενικώς χωρίς ένα σύγχρονο παραγωγικό τομέα. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με δημοσιές επενδύσεις και μακροπρόθεσμο κρατικό σχεδιασμό. Οι καπιταλιστές, και ιδίως αυτοί που κυριαρχούν σήμερα στη χώρα, ενδιαφέρονται μόνο για γρήγορο κέρδος, παρασιτικές «επενδύσεις» (π.χ. τουρισμός) και φτηνά μεροκάματα. Χωρίς παραγωγή, χωρίς μια σύγχρονη βιομηχανία, χωρίς ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων έργων, χωρίς επένδυση στην έρευνα και την παιδεία, τα μεροκάματα θα συνεχίσουν να πέφτουν και η ελληνική εργατική τάξη θα εξοντωθεί από την ανεργία.

Διατίμηση στα είδη πρώτης ανάγκης. Ενώ οι μισθοί πετσοκόβονται και η ζήτηση στην αγορά βουλιάζει, οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Και μάλιστα με κυβερνητικά διατάγματα (αύξηση ΦΠΑ, αύξηση λογαριασμών ΔΕΚΟ κτλ.). Είναι ζήτημα στοιχειώδους επιβίωσης του ελληνικού λαού να τιθασευτεί το τέρας της ακρίβειας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με «καλύτερη λειτουργία του ανταγωνισμού» και άλλες τέτοιες ανοησίες, αλλά με την εφαρμογή διατίμησης σε όλα τα είδη ανάγκης και με αυστηρές ποινές για όσους την παραβιάζουν.

Κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων!

Να φύγει τώρα η κυβέρνηση των δημίων! Η σιγουριά της κυβέρνησης των δημίων εξαντλείται. Το Μνημόνιο δεν περπατάει με τίποτα. Τα «νούμερα» δεν τους βγαίνουν, ακόμα κι αν ξεπουλήσουν ολόκληρη τη χώρα και μας φτάσουν στα όρια της επαιτείας. Η ανατροπή της κυβέρνησης που επιχειρεί τη μεγαλύτερη αντιλαϊκή επίθεση των τελευταίων 60 χρόνων θα άλλαζε άρδην το πολιτικό κλίμα και θα έκανε κάθε επόμενη αστική κυβέρνηση πιο «προσεκτική». Το σημαντικότερο, θα άνοιγε το δρόμο για την αναγέννηση και αντεπίθεση της εργατικής μας τάξης.
Πάρις Δάγλας

Το τέρας της ακρίβειας θεριεύει

Η εγκληματική κυβερνητική συμμορία Παπανδρέου και τα αφεντικά της, οι μεγαλοκαπιταλιστές, προχωρούν διαρκώς σε νέες αυξήσεις τιμών σε είδη και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, καταδικάζοντας έτσι ακόμα μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού λαού στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς αυξήθηκαν κατά 40%, τα τιμολόγια της ΔΕΗ κατά 11-15%, το ΦΠΑ σε τρόφιμα, φάρμακα κ.ά. ανέβηκε από το 11 % στο 13%, ενώ μεμονωμένα τρόφιμα αυξήθηκαν έως και 27%! Το Ιανουάριο, το «καλάθι της νοικοκυράς» ήταν πάλι 5,2%  πάνω, όταν μισθοί και συντάξεις έχουν περικοπεί άγρια. Την ίδια στιγμή, αναμένονται νέες αυξήσεις σε όλα τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ (προβλέπεται από το «επικαιροποιημένο  Μνημόνιο»), ενώ ήδη ανεβαίνουν αλματωδώς τα καύσιμα, με πρόσχημα τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική.
Η ακρίβεια είναι συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης και της μεγαλοαστικής τάξης. Είναι ένα ακόμα μέσο για να μειώσουν τους μισθούς μας και να αρπάξουν ότι έχει απομείνει από το εισόδημα μας. Ενώ με τις μειώσεις των μισθών μάς λέγανε ότι θα πέσουν και οι τιμές (αυτή είναι η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση»), συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι τιμές ανεβαίνουν. Και μάλιστα ανεβαίνουν, παρότι η κατανάλωση έχει πέσει έως και 30%. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται ότι και τα περί «ελεύθερου ανταγωνισμού», που θα έριχνε τις τιμές, είναι παραμύθια.

Το τέρας της ακρίβειας, λοιπόν, που κυβέρνηση και μεγαλοαστοί εσκεμμένα το θρέφουν, πρέπει να πολεμηθεί από εμάς τους ίδιους τους εργαζόμενους. Γι' αυτό και θα πρέπει αρχικά να οργανωθούμε σε Επιτροπές Ελέγχου των Τιμών ανά γειτονιά ή ανά περιοχή. Να ελέγχουμε τις τιμές, να καταγγέλλουμε με ανακοινώσεις όσους αισχροκερδούν, ζητώντας από τους κατοίκους της περιοχής να μην ψωνίζουν από αυτούς. Επίσης, να οργανώνουμε μαζικές διαμαρτυρίες για τις αυξήσεις των τιμολογίων των ΔΕΚΟ, εισιτηρίων κτλ.
Τέλος, θα πρέπει, όπου και να συμμετέχουμε, σε σωματεία, επιτροπές, συλλόγους, να απαιτούμε επιτακτικά αυξήσεις μισθών και διατίμηση σε είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ρούχα, ενέργεια, καύσιμα, εισιτήρια, εκπαίδευση κ.λπ.), με αυστηρές τιμές σε όσους την παραβιάζουν. Η μάχη κατά της ακρίβειας πρέπει να ξεκινήσει εδώ και τώρα!

Μάριος Σάκος

Η Ελλάς σύρθηκε στον πόλεμο, Χωρίς ψευδαισθήσεις..Χωρίς συμμάχους..

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Η Ιστορία διδάσκει ότι ο φιλελληνισμός υπήρξε συχνα η προσφιλέστερη "ταυτότητα" για πολλές μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης.Ο Χίτλερ επιθυμούσε να προβάλλει το έργο του σαν ένα συνδυασμό του Ελληνικού Κάλλους και του Ρωμαϊκού Δυναμισμού.Πίσω όμως από αυτή την ιδεολογία-μάσκα...δεν ήθελε να εξωθήσει τηην Ελλάδα να βγεί στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, γιατί αυτό θα έβαζε σε κίνδυνο τις βλέψεις της για τα πετρέλαια της Ρουμανίας, των οποίων η σημασία για την λειτουργία της γερμανικής πολεμικής μηχανής ήταν τεράστια. 


Το πάθος του Μουσολίνι να συνοδοιπορήσει
με τον συνέταιρο του της Γερμανίας,
τον έκανε να πάρει βιαστικές αποφάσεις.
Η επίθεση του στην Ελλάδα ήταν μεθοδευμένη
από μήνες, δεν είχε κάνει όμως αποτελεσματική
αξιολόγηση  των αντιπάλων του.
Κάπου στην Αλβανία του μάγκωσε το πόδι
το ελληνικό δόκανο.
Ο Άγγλος γελοιογράφος Άπτον Κλάι,
σημειώνει κάτω από την γελοιογραφία
που δημοσίευσε η Νταίιλι Σκετσ,
 τη φράση του Μουσολίνι  προς τον Χίτλερ:
"Προχωρούμε μαζί.."

«θα Αντισταθούμε μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι η Ιταλία να εκδιωχτεί από τα Βαλκάνια».
Η δήλωση αυτή έγινε στις 20 Δεκεμβρίου 1940, από τον I. Μεταξά στο Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα. Δύο μήνες σχεδόν από την απροκάλυπτη επίθεση του φασιστικού ιμπεριαλισμού, που μετατράπηκε σε άτακτη υποχώρηση... Δήλωση που ταιριάζει σε πολεμικό ανακοινωθέν μάλλον παρά σε διπλωματική συζήτηση, αποκαλύπτει  -πρώτα απ’ όλα-  πόσο η σύγκρουση Ελλάδας -Ιταλίας ήταν μαθηματικά προδιαγραμμένη, παρά την ιδεολογική συγγένεια των δύο καθεστώτων (δικτατορικών μεν, εθνικιστικών δε).
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν φαίνεται να είχε την πολυτέλεια της επιλογής. Από τη μια, η παρουσία του βρετανικού παράγοντα στην Ελλάδα (προσωποποιούμενη στον ίδιο το βασιλιά...) είχε  (ύστερα από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο)  προσλάβει τη μορφή... δόγματος:
 «Η Ελλάς  έλεγε ο Μεταξάς, από το 1934 δύναται να θέσει με δόγμα πολιτικόν ότι έν ούδεμιά περιπτώσει δύναται να τεθή είς στρατόπεδον άντίθετον εκείνου, είς τό όποιον θά ευρίσκεται ή Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο νά τό θεωρήσωμεν ώς δόγμα. Έγώ τουλάχιστον τό ασπάζομαι».
Έγραφε η «Στάμπα» του Τορίνο, τον Ιούνιο του 1940:
«Είς τάς ελληνικάς θάλασσας διασταυρούνται κυρίαρχα τά αγγλικά πολεμικά. Εκτός τών πολεμικών αυτών, υπάρχουν αϊ στερλίναι. Ιδού μέ ολίγας λέξεις ή πολιτική της Ελλάδος, χώρας πτωχής, χώρας έξαρτωμένης έξ ολοκλήρου άπό τήν θάλασσαν». «Ολόκληρος ή Έλλάδα έξακολουθεί να εύρίσκεται ύπό τόν έφιάλτην του τεκτονισμού. Και τεκτονισμός σημαίνει είς τήν Ελλάδα άγγλικόν (και γαλλικόν)  κεφάλαιον».
Ήταν βαθιές  και στην ιταλική υπερβολή ακόμη, οι ρίζες του βενιζελισμού!
Υπάρχει, αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, και η  -τότε- στρατηγική εκτίμηση (του ιδίου και πάλι του Μεταξά):
«Ή Ελλάς δέν είναι μία χερσονησος  περιβρεχομένη  άπό θάλασσαν, άλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς... Ή Ελλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ώς έκ της γεωγραφικής της θέσεως μέ καμίαν απολύτως ναυτικής δυναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα τό όποιον ουδέ νά σκεφθή δύναται...» (ειδικά όταν επρόκειτο για την τότε θαλασσοκρατορία της Μεγ. Βρετανίας). [1]

Από την άλλη, ο υπό Μουσολίνι ιταλικός ιμπεριαλισμός δεν άφηνε περιθώρια για ψευδαισθήσεις στην Ελλάδα, ακόμη και στην Ελλάδα του Μεταξά. Από τις διακηρύξεις για «την δική μας Μεσόγειο» ως τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας, από την εκμαίευση «απολυτρωτικών» βλέψεων από τους Αλβανούς επί της Τσαμουριάς ως τις αιτούμενες «συναλλαγματικές» επί της Κρήτης και ως τις αναγγελίες για συνέδρια που θα γίνονταν στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της «λυτρωθείσας Μακεδονίας» (και ως, ακόμη, τις ύστερες γερμανικές υποσχέσεις στη Γιουγκοσλαβία για μια «διέξοδο στο Αιγαίο»), τα επεκτατικά σχέδια του φασισμού στα Βαλκάνια και την μεσόγειο, σε βάρος της Ελλάδας, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του 30 πολύ φανερά, παρά τις πληθωρικές και ανανεούμενες διαβεβαιώσεις της ιταλικής κυβερνήσεως και διπλωματίας.
Διότι, προκειμένου και για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια ήσαν ασφαλώς το κλειδί... Η σιωπηρή εκεχειρία που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30 (βοηθούμενη κι από την παγκόσμιας οικονομικής κρίση) εξυπηρετούσε αφάνταστα ένα έθνος που έγλειφε ακόμη τις πληγές του από τη Μικρασιατική καταστροφή, μια κοινωνία που έβαινε ραγδαία προς την αστικοποίηση και τον καπιταλισμό, ένα καθεστώς που η  εσωτερική του σταθερότητα εξαρτιόταν απόλυτα από τη διεθνή.

Μποτάι Μεταξάς Γκρατσι στη Θεσσαλονίκη
Τα σχέδια του ιταλικού ιμπεριαλισμού γύρευαν, είναι φανερό, την ανατροπή θύτης της ισορροπίας προς όφελος του. Η μουσολινική Ιταλία άρχισε να θέτει με συνέπεια σε εφαρμογή τα κατακτητικά της σχέδια στα Βαλκάνια το 1926 (αφού πρώτα σταθεροποιήθηκε εσωτερικά), με τη Συνθήκη των Τιράνων, πού θεμελίωνε το προτεκτοράτο της πάνω στην Αλβανία. Η συνέχεια μας είναι περίπου γνωστή.
Αντίθετα, για την ήδη φθίνουσα βρετανική αυτοκρατορία, τα Βαλκάνια εξακολουθούσαν να αποτελούν ένα ζωτικό χώρο, μόνο που η ποσοτική και ποιοτική μετάπτωση της ναυτικής παγκόσμιας ισορροπίας έθετε αρκετά στενά όρια στο βαθμό εκδηλώσεως του βρετανικού ενδιαφέροντος για την περιοχή. Την ειρήνη ήθελε η Μ. Βρετανία! Η διατήρηση του στάτους κβο στα Βαλκάνια εξυπηρετούσε θαυμάσια την πολιτική της. Απέτρεπε πολεμικές περιπέτειες (πού τώρα πια φοβόταν) και διατηρούσε στο σύνολο του ένα καθεστώς πολιτικά σύμφωνο με τα συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας (απότοκο περασμένων εποχών και μεγαλείων). Για τον ίδιο λόγο ανταποκρινόταν στα συμφέροντα της και ο μηχανισμός της Κοινωνίας των Εθνών, με το (μάλλον χαλαρά)  συλλογικό σύστημα ασφαλείας που προέβλεπε.
Έτσι, η βρετανική εξωτερική πολιτική ταυτιζόταν με την ελληνική και στην επιθυμία της να διατηρηθεί το στάτους κβο στα Βαλκάνια. Μπορεί να πει κανείς ότι εξ αντικειμένου η Ελλάδα άνηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τη μικρασιατική καταστροφή, στο στρατόπεδο των συντηρητικών (ετυμολογικά μιλώντας) ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η νεόκοπη βρετανική «απροθυμία» για οποιαδήποτε παγκόσμια ανακατάταξη (καρπός αδυναμίας καθώς ήταν και όχι κυριαρχίας), δεν έκανε παρά ν' αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον ιταλικό ιμπεριαλισμό παίζοντας τον ρόλο του ανιδιοτελή παρατηρητή, η Βρετανία άφηνε έτσι άλλες ιδιοτελείς δυνάμεις να υπονομεύσουν τα θεμέλια της βαλκανικής αλληλεγγύης.

ΑΝ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ επιλογή ήταν δεδομένη αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν προσπάθησε, όσο ήταν δυνατό, να παραμείνει ουδέτερη στη διαγραφόμενη ευρωπαϊκή σύρραξη. Στα ελληνικά διπλωματικά αρχεία 1939-940 βλέπει κανείς τον Μεταξά και την ελληνική διπλωματία να «αποταμιεύουν» κάθε ιταλική δήλωση (εκδήλωση δεν υπήρξε...) φιλίας και σεβασμού της ελληνικής ακεραιότητας, ενώ διαβεβαιώσεις για την ουδετερότητα της Ελλάδας παρέχονταν αφειδώς και με κάθε ευκαιρία (δεν είναι ανάγκη να φτάσουμε στην «κορύφωση» αυτής της τακτικής, στην περίπτωση του τορπιλισμού της «Έλλης» - είναι, ίσως, περιττό και να την κρίνουμε τώρα πια).
Στα πλαίσια της τακτικής αυτής, οι ανανεούμενες (μετά από κάθε έμπρακτη διάψευση τους) ιταλικές εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις γίνονταν δεκτές με μια «άδολη» χαρά και ανακούφιση από την ελληνική πλευρά. Αυταπάτη ή πονηρία; Οπωσδήποτε, η κατάληψη της Αλβανίας, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1939, αποτέλεσε ένα οδυνηρό ξύπνημα για πολλούς Έλληνες ιθύνοντες και διπλωμάτες, που βασιζόμενοι στις «κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις της ιταλικής κυβερνήσεως», πίστευαν ότι η Ιταλία «δεν επιθυμεί διεθνείς περιπλοκές».
ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ της 28ης Οκτωβρίου είναι λοιπόν το αποκορύφωμα της ιταλικής προσπάθειας να θέσει σε ενέργεια σχέδια που το φασιστικό καθεστώς υπέθαλπε από την εγκαθίδρυση του, και τα οποία άρχισαν να διαφαίνονται καθαρά μετά την εισβολή στην Αλβανία, τον Απρίλιο του 1939. Σε μια πρώτη περίοδο, από την κατάληψη της Αλβανίας ως την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο (Ιούνιος 1940), οι ιταλικές επιδιώξεις συγκαλύπτονται πίσω από επαναλαμβανόμενες -μονότονα- διαβεβαιώσεις φιλίας και σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. [2]

Ο Μουσολίνι με αθλητική αμφίεση τρέχει προς την θάλασσα
κυνηγημένος απ' τον τσολιά και φωνάζοντας στον Χίτλερ:
"Όπως σου το 'πα, τον νίκησα εύκολα τον Έλληνα.."
Ο διπλωματικός πόλεμος αρχίζει στις 11 Αυγούστου 1939, με την υπόθεση της δολοφονίας από «Έλληνες πράκτορες, του μέγα Αλβανού πατριώτη»  Νταούτ Χότζα που, κατ' ουσία, δίνει στην ιταλική πλευρά την αφορμή να εγείρει εδαφικές αξιώσεις επί της Ελλάδας (Τσαμουριάς).  Στην περίοδο αυτή, η ιταλική κυβέρνηση και διπλωματία υιοθετεί ανοιχτά εχθρική στάση κατά της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης». Οι ιταλικές εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις περί σεβασμού της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας μας της 10 Απριλίου 1939, της 30 Σεπτεμβρίου 1939, της 10 Ιουνίου 1940 παύουν ως διά μαγείας να υφίστανται από τη μια στιγμή στην άλλη. Το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου είναι η φυσιολογική απόληξη της δεύτερης αυτής περιόδου.
Δεν είναι βέβαια τυχαίες οι μεταλλαγές αυτές. Η κατάληψη της Αλβανίας (Απρίλιος '39) προκαλεί την αφύπνιση των συμμαχικών δυνάμεων — και του βρετανικού στόλου στη Μεσόγειο. Η Ιταλία μεταμφιέζεται πάραυτα σε ειρηνοποιό δύναμη. Οι καθησυχαστικές δηλώσεις προς την Ελλάδα αρχίζουν να καταφθάνουν βροχή... Στις 12 Απριλίου η Ιταλία «εμφορείται υπό των καλυτέρων διαθέσεων έναντι της Ελλάδας.
Η  Ιταλία είναι αδύνατη ακόμη για την πραγματοποίηση των σχεδίων της στα Βαλκάνια. Το ημερολόγιο του Τσιάνο μας μαθαίνει ότι στις αρχές του '40 δεν υπήρχαν παρά 10 μεραρχίες ετοιμοπόλεμες, το πυροβολικό είχε μεγάλες ελλείψεις, η οικονομία τα χάλια της. Ο Μουσολίνι αρνείται  (με σπαραγμό ψυχής!)  ν' ακολουθήσει τον Χίτλερ στον πόλεμο. Εκτιμά τον χρόνο προπαρασκευής που χρειάζεται σε τρία χρόνια  -ούτε λίγο ούτε πολύ!
Χρειάστηκε η γερμανοσοβιετική συνθήκη και (κυρίως) η κατάρρευση του δυτικού μετώπου για ν' αποφασίσει η φασιστική Ιταλία να βγει στον πόλεμο -φοβούμενη την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας στα πεδία των κερδισμένων μαχών κι επιδιώκοντας ένα καλό κομμάτι από το ξεροκόμματο. Φυσιολογικά, οι επεκτατικές διαθέσεις της ξυπνούν και πάλι, πιο ισχυρές από κάθε άλλη φορά. Η επίθεση της στην Ελλάδα είναι πια θέμα χρόνου. Ούτε καν αφορμής.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, όμως, για την Ελλάδα ήταν τα Βαλκάνια... Στο κατώφλι του δεύτερου μεγάλου πολέμου, οι διαβαλκανικές υποχρεώσεις οι καθορισμένες από το 1933 μέχρι και το '36 ίσχυαν, θεωρητικά, στο ακέραιο  -ή σχεδόν. Τυπικά, τα βαλκανικά κράτη (μέσα σ' αυτά και η Τουρκία) διατηρούσαν όλους τους μεταξύ των συνεκτικούς πολιτικούς δεσμούς  -εμφανίζονταν όμως σημαντικά διαιρεμένα απέναντι στην Ευρώπη.
Η Αλβανία υπό ιταλική κατοχή, η  Γιουγκοσλαβία τρεπόμενη προς τη Γερμανία, η Ελλάδα (και ως ένα σημείο η Ρουμανία) παλεύοντας απεγνωσμένα στην κόψη του Ξυραφιού μιας εύθραυστης ουδετερότητας, η Τουρκία δεδηλωμένα κατά του Άξονα αλλά μακριά από το επίκεντρο της διαμάχης: διαφορετικές φυγόκεντρες τάσεις πού συνεπάγονταν A PRIORI τη διάσπαση του βαλκανικού πυρήνα απέναντι στις επιθετικές ενέργειες του Άξονα.
Όπως κι έγινε. Με την — επίσημη — κήρυξη του πολέμου, τα τέσσερα κράτη της Βαλκανικής Συνεννοήσεως διακηρύσσουν... τέσσερις διαφορετικές μορφές ουδετερότητας. Η Ρουμανία κηρύσσει την ουδετερότητα της. Η Γιουγκοσλαβία προβάλλει την επιθυμία της να εξακολουθήσει την Πολιτική των σχέσεων με όλους. Η Τουρκία δηλώνει μη εμπόλεμος. Η Ελλάδα... δεν δηλώνει τίποτα




Αλ. Βέλιος
Οκτώβριος 1980

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Έγκλημα εκ προμελέτης το ξεπούλημα της δημόσια ς περιουσίας

Το πρόγραμμα ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, ύψους 50 δισ. ευρώ, που ήρθε στη δημοσιότητα πρόσφατα είναι κεντρική επιλογή της μεγαλοαστικής τάξης και της κυβερνητικής συμμορίας του ΠΑΣΟΚ. Με τη γνωστή «Τρόικα» παίχτηκε ένα άθλιο θέατρο, για να εμφανιστεί η κυβέρνηση ως δήθεν υπερασπιστής των συμφερόντων της χώρας. Ο εκ των «Τροϊκανών» Σερβάς Ντερούζ δήλωσε ότι όλα είχαν συμφωνηθεί με τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Και ο τελευταίος κατηγορήθηκε από το «αγανακτισμένο κόμμα» του για «επικοινωνιακά λάθη», ότι δηλαδή δεν έπαιξε καλά θέατρο!


Στην ουσία, το ξεπούλημα έχει θεσμοθετηθεί εδώ και μια δεκαετία, από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με το νόμο 3409/2002. Με το νόμο αυτό, οποιοδήποτε στοιχείο της δημόσιας περιουσίας μπορεί να τεθεί προς πώληση. Το Μνημόνιο, πέρα από όλους τους άλλους στόχους του, είναι ένας «μηχανισμός» για να προχωρήσει το ξεπούλημα μεγάλων κρατικών τομέων, στο όνομα της δήθεν απόσβεσης του χρέους. Το τελευταίο επιχείρημα είναι μία ακόμα μεγάλη απάτη σε βάρος του ελληνικού λαού. Γιατί ακόμα και αν «εξοικονομηθούν» 50 δισ. ευρώ από το ξεπούλημα αυτό, αυτά φτάνουν μόνο για να αποσβεστεί η αύξηση του χρέους (395 δισ. ευρώ από 345 δισ. ευρώ) που δημιουργήθηκε ακριβώς λόγω της πολιτικής του Μνημονίου! Και το κυριότερο, αν πουληθούν κεντρικοί μοχλοί της οικονομίας (κρατικές επιχειρήσεις, συγκοινωνιακές εγκαταστάσεις) εκμηδενίζεται η οποιαδήποτε προοπτική για ένα σχέδιο παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας. Και είναι ακριβώς αυτή η πολιτική της διάλυσης του παραγωγικού τομέα και της λεηλασίας της χώρας από τους καπιταλιστές που οδήγησε στο τεράστιο δημόσιο χρέος.
Η δημόσια περιουσία που προορίζεται για ξεπούλημα είναι:
  •  9 κεντρικά λιμάνια και 39 αεροδρόμια, για τα οποία έχει ήδη ιδρυθεί επιτροπή προώθησης της ιδιωτικοποίησης τους. Αυτά αποτιμώνται από την κυβερνητική συμμορία 10 δισ. ευρώ.
  • Οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΠΑ κ.λπ.).
  • Οι εναπομείνασες κρατικές τράπεζες (Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο), που συγκεντρώνουν τους περισσότερους μικρούς καταθέτες, 
  •  Και, φυσικά, το Ελληνικό και πλήθος άλλες εκτάσεις-φιλέτα της δημόσιας γης.

Ο ίδιος ο αστικός Τύπος, πάντως, ομολογεί ότι, όσο και να πουληθεί αυτή η δημόσια περιουσία, το αντίτιμο θα είναι πολύ μικρότερο από το πραγματικό. Επιπλέον, το να εκποιήσουν όλα τα παραπάνω δεν είναι και τόσο εύκολο, για λόγους εσωτερικών αντιθέσεων μέσα στην αστική τάξη και την κυβέρνηση, αλλά και επειδή δεν είναι εύκολο να βρεθούν αγοραστές σε μια χώρα που βρίσκεται υπό απειλή χρεοκοπίας.
Στην ουσία, πάντως, το ξεπούλημα αυτό είναι το τελικό μέρος του σχεδίου για τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια χώρα φθηνών παρασιτικών υπηρεσιών ασιατικού τύπου. Η κυβέρνηση, ως δείγμα της νομιμοφροσύνης της σε αυτό το σχέδιο, επιμένει στην παράδοση του Ελληνικού στους Άραβες πετρελαιάδες, που θέλουν μάλιστα να χτίσουν μαζί με τα καζίνα και ένα τεράστιο κτίριο -σύμβολο προφανώς της ασιατικής Αθήνας που ετοιμάζουν.
Τη λεηλασία αυτή της χώρας, που είναι άρρηκτα δεμένη με την προσπάθεια εξόντωσης του, ο ελληνικός λαός πρέπει και μπορεί να τη σταματήσει.
Και αυτό μπορεί να γίνει απαιτώντας μαζικά και δυναμικά: 
  1. να σταματήσει κάθε περαιτέρω ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας,
  2. οι κρατικοί μοχλοί της οικονομίας να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, με δημόσιες επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας για τους άνεργους Έλληνες,
  3. να πεταχτούν έξω από τις δημόσιες επιχειρήσεις (ΟΤΕ, εμπορικό λιμάνι Πειραιά, οδικοί άξονες κ.λπ.) οι άρπαγες καπιταλιστές, εγχώριοι και ξένοι, να επιστρέψουν όσα χρήματα έχουν λεηλατήσει και οι τομείς αυτοί να ξαναλειτουργήσουν προς όφελος της παραγωγικής ανάπτυξης και των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων.
Μόνο έτσι είναι δυνατόν να ξημερώσει μία άλλη, καλύτερη μέρα για τον ελληνικό λαό.
Σωτήρης Κρόκος

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Αυτοί θα νοικοκυρέψουν τη χώρα;

Μπάχαλο:
Έτσι έχουν καταντήσει την παραγωγή
στη χώρα μας
οι Έλληνες καπιταλιστές
Κάθε αστός, στις «καλές» εποχές, όταν πήγαινες να βρεις εργασία, σε γύρναγε στο εργοστάσιο, για να δεις τις συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν. Έτσι, ο ειδικευμένος μέσης ηλικίας επέλεγε ένα «τακτοποιημένο» εργοστάσιο. Ο μεγαλύτερος ένα πιο ανοργάνωτο κ.λπ. Ανάλογα καθοριζόταν και το μεροκάματο. Σε οργανωμένο έπαιρνες λιγότερα, αλλά ήσουν ψυχικά υγιής, στα υπόλοιπα καλύτερο μισθό, αλλά ήσουν άρρωστος, μιας και δεν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Τώρα είναι πλέον κανόνας η μπαχαλοποίηση, η έλλειψη τάξης, ένα πνεύμα απίστευτου άγχους και πανικού.
«Πήρα μια μηχανή, βάλτε τη στον τρίτο όροφο, οι παλέτες στον πέμπτο, όχι όχι, στο υπόγειο...». Εργάτες πάνε κι έρχονται άνευ λόγου και αιτίας, προϊστάμενοι σε σχιζοφρενική κατάσταση... Κόψε εδώ μεροκάματο, δώσε εκεί κατιτίς, καθυστερήσεις μισθών, γκρίνια, γκρίνια είναι η μόνιμη επωδός.


Και ρωτάει, κάποια στιγμή, ο συνειδητός εργάτης τον εαυτό του:
Πώς θα «σώσει» η αστική τάξη τη χώρα, που η ίδια έφερε στο χείλος του γκρεμού;
Πώς θα ανταγωνιστούμε σαν χώρα τις φάμπρικες του εξωτερικού;
Να μην πω το κλασικό που λέμε όλοι, ότι με κλανιές δεν βάφονται αυγά.
Το λεγόμενο «πολιτικό προσωπικό» από τα σπλάχνα της αστικής τάξης δεν βγήκε; 
Αυτό θα σώσει το καράβι που γέρνει επικίνδυνα; Αφού και αυτοί τα έκαναν να μην πω...
Η παραγωγή κλυδωνίζεται στα εργοστάσια επικίνδυνα. Από παντού ακούς ότι κλείνουν. Το άγχος, η αβεβαιότητα, οι εντολές που αλληλοαναιρούνται την ίδια ημέρα, οι τρομερές υπερωρίες που μας εξοντώνουν και οι ημέρες που δεν κάνουμε τίποτα σκοτώνουν την ψυχολογία μας. Μια παραγωγή που ναρκοθετείται από τις επιταγές εξαμήνου έως ενός έτους (που ξέρεις ότι τα ντουλάπια των λογιστηρίων είναι γεμάτα από δαύτες), από «παράπλευρες απώλειες»-κανόνια, που αφήνουν χρέη και συντρίμμια. Έλλειψη ρευστού, στενότης υλικών, βερεσέδια, χρέη στις τράπεζες... Ενώ, προσλαμβάνοντας αλλοδαπούς, οι κακοτεχνίες απογειώνονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζει κάθε εργάτης.
Το βασίλειο των καπιταλιστικών αντιθέσεων βρήκε το απόγειο του στην ελληνική αστική τάξη, που τολμά μέσω του ΣΕΒ να κατακεραυνώνει κιόλας. Όσο κι αν παλέψουν με φαντάσματα, με «άλματα στο μέλλον», μία είναι η αλήθεια: Οι επιχειρήσεις τους είναι μπάχαλο, το κράτος τους είναι μπάχαλο στο τετράγωνο. Κι αν κανένας Χριστιανός καπιταλιστής μπορεί να λέει «έχει ο Θεός», εμείς σαν εργατική τάξη δικαιούμαστε να λέμε: Τη λύση θα τη δώσουμε εμείς, μέσα από την οργάνωση και τους αγώνες μας.
Αριστείδης Λάμπρου