Κανείς στην Ελλάδα και την EE δεν έδειχνε να ανησυχεί ιδιαίτερα για κάτι. Όλοι αδρανούσαν. Το σύστημα είχε μάθει στους ανθρώπους να μην αντιδρούν, αλλά και να μην έχουν προσδοκίες. Όλοι απλώς επιβίωναν, σε μια ζωή χωρίς όνειρα και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, μέσα σε μια πραγματικότητα μουντή και γκρίζα. Τα πρόσωπα ήταν συνοφρυωμένα, αγέλαστα.
Μόνο οι «μαύροι» είχαν όνειρα και δεν ήταν κατσούφηδες. Στις τάξεις τους είχαν βρει καταφύγιο όσοι επέμεναν στους παλιούς τρόπους. Επρόκειτο για νέους που προέρχονταν κυρίως από οικογένειες προσηλωμένων ορθόδοξων χριστιανών, δεξιών εθνικιστών αλλά και πατριωτών γενικότερα και παλαιών κομμουνιστών. Οι περισσότερες από τις οικογένειες αυτές είχαν προϊστορία ακτιβισμού, δεξιού ή αριστερού, που συνέχιζαν με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση οι νεαροί γόνοι τους, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους εργασιακούς χώρους. Τα σαμποτάζ σε πολυεθνικές εταιρίες που συνεργάζονταν με την κυβέρνηση ήταν συνεχή και ιδιαίτερα καταστροφικά, ενώ οι προκηρύξεις της «Μάχης» κυκλοφορούσαν με ταχύτητα από χέρι σε χέρι.
Ένα χρόνο μετά την άνοδο της Προοδευτικής και μετέπειτα Νέας Πορείας στην εξουσία, το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε τεθεί εκτός νόμου. Οι κομμουνιστές προσπάθησαν να δραστηριοποιηθούν στην παρανομία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που λειτουργούσαν κατ' αυτόν τον τρόπο, είχαν ενσωματωθεί για τα καλά στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και δεν μπορούσαν πια να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Μετά από μια σειρά συλλήψεων, μόνο μερικά συνθήματα και σφυροδρέπανα με κόκκινο σπρέι σε συγκεκριμένα σημεία της Παλιάς Πόλης, θύμιζαν στους πολίτες ότι υπήρχαν ακόμα κομμουνιστικοί πυρήνες. Εκείνος θυμόταν τι έλεγε εκείνη την περίοδο σε έναν αριστερό συνάδελφο του, που δεν πίστευε στα μάτια του, βλέποντας πρώην συντρόφους του που είχαν βρει καταφύγιο στην Νέα Πορεία, να βάλλουν κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Πληρώνετε την ίδια ανελευθερία που κάποτε θέλατε και προσπαθήσατε να επιβάλετε», του έλεγε, θυμίζοντας του ένα περιστατικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης πολλά χρόνια πριν, όταν κομμουνιστές φοιτητές εμπόδισαν την παρουσίαση ενός βιβλίου του Γάλλου ιστορικού Κουρτουά, που αφορούσε στα εγκλήματα που είχαν γίνει στο όνομα του κομμουνισμού.
Οι τελευταίες εκλογές είχαν γίνει το 2017, δύο χρόνια αφότου είχαν ξεσπάσει οι ταραχές, λόγω των μαζικών απολύσεων που είχαν γίνει στη βιομηχανική ζώνη. Οι επιχειρηματίες υπονόμευαν την τότε κυβέρνηση συνεργασίας και έστηναν το πολιτικό σκηνικό του αύριο. Το μνημόνιο της διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων του κομμουνισμού που υιοθετήθηκε το 2006 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ήταν η αρχή για την καταδίκη και αργότερα την απαγόρευση όλων των ριζοσπαστικών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς, με γελοίες δικαιολογίες. Ακολούθησαν δίκες ιστορικών, συγγραφέων αλλά και δημοσιογράφων σε όλη την Ευρώπη, που διαφώνησαν με αυτές τις ολοκληρωτικές μεθοδεύσεις. Η ελευθερία του λόγου αποτελούσε πλέον παρελθόν. Πώς να μη γίνει αυτό, όταν όλοι οι κυβερνώντες προέρχονταν από τους κόλπους της σταλινικής Αριστεράς;
Αυτός δεν είχε ψηφίσει στις τελευταίες εκλογές, όπως και πολλοί άλλοι. Η συμμετοχή μετά βίας άγγιξε το 40%. Άθελα τους όμως έτσι οι πολίτες, έπαιζαν το παιχνίδι του συστήματος. Οι φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες είχαν σαρώσει, με ποσοστό 49%, με τη βοήθεια φυσικά των αλλοδαπών ψηφοφόρων και... της αποχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην συντηρητική Μακεδονία, η αποχή ανήλθε σε ποσοστά που υπερέβαιναν το 65%. Η νυν αξιωματική αντιπολίτευση, μια φιλελεύθερη δήθεν κεντροδεξιά που είχε αποβάλει από τους κόλπους της κάθε ριζοσπαστικό και εθνικιστικό στοιχείο και έπαιζε το παιχνίδι του συστήματος, είχε αρκεστεί σε ψιχία... μόλις το 20,2% της ψήφου. Το κόμμα των επιχειρηματιών, που μέχρι στιγμής δεν είχε εναντιωθεί σε καμία νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, είχε λάβει 11,6% των ψήφων, ενώ 8,2% είχε λάβει ένα κόμμα που απευθυνόταν αποκλειστικά στους αλλοδαπούς ψηφοφόρους και στήριζε όλες τις επιλογές της κυβέρνησης.
Εκείνος ήξερε, όπως και πολλοί άλλοι, το κοινό μυστικό: οι ταραχές που είχαν προηγηθεί, δεν είχαν οργανωθεί από σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές ή εθνικιστές, όπως αρχικά ελέχθη, αλλά από εργάτες του συστήματος, συνδικαλιστές, αυτούς που κάποτε οι συντηρητικοί αποκαλούσαν υποτιμητικά «εργατοπατέρες». Είχαν βγάλει στο δρόμο τους αλλοδαπούς εργάτες, μετά διαπραγματεύτηκαν μαζί τους και τους έδωσαν μερίδιο στην εξουσία. Αργότερα, οι πρώτοι «μαύροι» που βγήκαν στην παρανομία, αποκάλεσαν τους εργατοπατέρες «προβοκάτορες» και «εξουσιαστές». Λέξεις μακρινές, που ηχούσαν παράξενα πια. Εκείνος, θυμόταν τους όρους από τις φοιτητικές συνελεύσεις στο πανεπιστήμιο. Ποιο πανεπιστήμιο... Λίγο πριν εγκαταλείψει τη Νέα Πόλη, είχε διαταχθεί η αναστολή λειτουργίας κάποιων Σχολών, μεταξύ των οποίων η Θεολογική, την οποία είχαν στο μάτι καιρό, αλλά και αυτή των Πολιτικών Επιστημών, όπου επικρατούσε αναβρασμός, καθώς οι φοιτητές είχαν εξεγερθεί. Τη σχετική εισήγηση είχε αρνηθεί να επικυρώσει η Γερουσία, κάτι που είχε οδηγήσει στη συνταγματική αναθεώρηση και την οριστική κατάλυση του Σώματος των Σοφών.
Οι πρώην συνδικαλιστές είχαν όλοι μεγάλα αξιώματα στην κυβέρνηση της Νέας Πορείας. Όποιος τόλμησε να τους κατηγορήσει δημόσια για ανάμειξη στις ταραχές, το πλήρωσε ακριβά και περιθωριοποιήθηκε. Βαριές ποινές εισέπραξαν και όσοι δημοσιογράφοι τόλμησαν αργότερα να εκφράσουν έστω και κεκαλυμμένα τη συμπάθεια τους στους «μαύρους» και τη «Μάχη». Η νέα «αντιτρομοκρατική» και «αντιφασιστική» νομοθεσία, δεν αστειευόταν. Δεν σήκωνε το σύστημα συκοφαντίες και αποκλίσεις από την επίσημη γραμμή ούτε επέτρεπε σε κανέναν να το διαβάλλει. Με διάφορα προσχήματα και δύο δολοφονίες εκδοτών, που φυσικά δεν εξιχνιάστηκαν, όλα τα έντυπα που δεν στήριζαν τη Νέα Πορεία έκλεισαν. Όσοι πνευματικοί άνθρωποι ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας αντιδρώντας στα τεκταινόμενα και τη δημιουργία ολοκληρωτικού κράτους, χαρακτηρίστηκαν «νέοι αντιδραστικοί», «νεοσυντηρητικοί» και «νεοφασίστες», ενώ δέχθηκαν επιθέσεις από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών» και περιθωριοποιήθηκαν από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους και τα μέσα επικοινωνίας. Το σύστημα φρόντιζε την εικόνα του ως κόρη οφθαλμού και χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για να την προστατεύσει. Την ίδια ώρα, ήλεγχε ολοκληρωτικά το λόγο και την παραγωγή σκέψης. Εκείνος, λόγιος, θυμόταν από τα γραπτά του Φώτη Κόντογλου:
«Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνεται μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. .. Θέλετε να επιβάλετε στον κόσμο ένα πνευματικό εσπεράντο, που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία και έκφραση...»
Οι πρώην συνδικαλιστές μιλούσαν συνεχώς για δημοκρατία, όταν όμως ήρθαν στην εξουσία, απέδειξαν πόσο εχθρικοί ήταν στην έννοια της λαϊκής ετυμηγορίας και κυριαρχίας. Δεν προσέφυγαν ούτε μια φορά, έστω συμβουλευτικά, στις κάλπες, ακόμα και όταν οι αποφάσεις τους δίχασαν την κοινωνία, προκαλώντας αναταράξεις. Η λέξη δημοψήφισμα ήταν απαγορευμένη στις συνάξεις της Νέας Πορείας. «Η κυρα-Μαρία δεν μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα μείζονος σημασίας», έλεγαν τα στελέχη της Νέας Πορείας. Ένας κακώς εννοούμενος ελιτισμός αλλά και η αλαζονεία είχαν εμπεδωθεί για τα καλά! Τα στελέχη της κυβέρνησης, ως νέοι αυτόκλητοι φωταδιστές, τόνιζαν δημοσίως ότι «η κοινωνική ανάπλαση δεν επιτυγχάνεται μόνο με συναίνεση». Ο ολοκληρωτισμός, έστω και κεκαλυμμένος, ήταν εδώ, με «προοδευτικό» προσωπείο και επικαλούμενος συνεχώς τη δημοκρατία, την οποία συστηματικά όμως υπονόμευε και κακοποιούσε. Εκείνος θυμόταν έναν στίχο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα...»
Η δράση της «Μάχης» χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση από το καθεστώς, προκειμένου να λάβει σκληρότερα μέτρα και να εντείνει την επιτήρηση της ζωής των πολιτών, που έβλεπαν πια την ποιότητα ζωής τους να κατρακυλά. Το φοβερό ήταν ότι η «Μάχη» είχε δημιουργηθεί ως δύναμη αντίστασης στις μεθοδεύσεις της εξουσίας, που ενώ μιλούσε συνεχώς για «ατομικά δικαιώματα», «ανοχή» και «ανεκτικότητα», είχε περιορίσει στο ελάχιστο την ελευθερία των πολιτών. «Κάνουμε μερικές θυσίες για την ασφάλεια», έλεγαν τα στελέχη της κυβέρνησης, υποτιμώντας τη νοημοσύνη των πολιτών και κατηγορώντας για όλα τα δεινά την «τρομοκρατία». Εκείνος δεν έτρωγε ποτέ κουτόχορτο. Ήταν αρκούντως μορφωμένος και οι απαντήσεις υπήρχαν στα διαβάσματα του. Θυμήθηκε τα λόγια του Πολωνού φιλόσοφου Λέσεκ Κολακόφσκι στο βιβλίο του «Μαρξισμός και πέραν» και τα θύμισε στη γυναίκα του που εθελοτυφλούσε:
«Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η ανοχή δεν θα οδηγήσει σε νίκη των δυνάμεων που θα στραγγαλίσουν την αρχή της ανοχής;»
Αυτές ακριβώς οι κατ' επίφαση «δημοκρατικές» δυνάμεις, τέκνα της «παραγωγικής σύνθεσης της φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας», είχαν επικρατήσει, μετά την «αξιακή ανασύνθεση» και την «διαπραγμάτευση των αφετηριακών παραδοχών τους», όπως είχε ζητηθεί από τους Τάκη Μίχα και Δημήτρη Σκάλκο, σχεδόν μια εικοσαετία πριν. Τα κείμενα τους το 2005, είχαν αποτελέσει τη βάση της μετέπειτα ζύμωσης:
«Φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές εμφανίζουν κοινές πολιτικές καταβολές και παράλληλες ιστορικές διαδρομές, αμφότεροι προσανατολισμένοι στη χειραφέτηση του ατόμου και στην άρση των θεσμοθετημένων διακρίσεων»
Η πολιτική αυτή εξέλιξη όμως, είχε αρχικά αρνητικό αντίκτυπο και τελικά ολέθρια αποτελέσματα για την ζωή των πολιτών, ακριβώς τα αντίθετα απ' ότι είχαν προβλέψει οι θεμελιωτές των σοσιαλφιλελεύθερων θεωριών. Οι συνεχείς βιομετρικοί και αστυνομικοί έλεγχοι, οι πανταχού παρούσες κάμερες ασφαλείας, τα διατάγματα που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είχαν μεταβάλει τη ζωή των πολιτών στην Αθήνα, ακόμα και των αλλοδαπών, σε κόλαση. Η ποίηση της ζωής, είχε πάει περίπατο. Ο Μεγάλος Αδελφός ήταν εδώ, μετατρέποντας τη ζωή των πολιτών σε ένα απέραντο ριάλιτι σόου. Δεν υπήρχε άσυλο πουθενά, καθώς οι δορυφόροι έβλεπαν παντού. Όχι μόνο δεν είχαν υιοθετηθεί νέες ανεκτικότητες, αντίθετα, η κοινωνία είχε στραφεί στον αυταρχισμό. Ένας νεαρός δεν μπορούσε πια να αγκαλιάσει την κοπέλα του σε μια απόμερη γωνιά, να κόψει κρυφά ένα λουλούδι από έναν κήπο της γειτονιάς του, να επισκεφθεί με το αίσθημα του ένα ξενοδοχείο. Δεν μπορούσε πια ούτε να περπατήσει μαζί της σε συγκεκριμένα σημεία, αν δεν ήθελε να μαθευτεί η σχέση τους. Δεν υπήρχε πια το «κρυφά» ή -έστω- το διακριτικά, παρά μόνο υπό τους όρους της εξουσίας στην Παλιά Πόλη, όπου αν ήθελες όμως να καταφύγεις, έπρεπε να υποστείς την εικόνα της κοινωνικής εξαχρείωσης. Από την ημέρα που στην εξουσία είχε ανέλθει η μεταλλαγμένη και συμβιβασμένη Αριστερά, εκείνος έβλεπε τα ήθη της χώρας να εκχυδαΐζονται. Θυμόταν συνεχώς τους στίχους ενός Βυζαντινού ποιητή του 10ου αιώνα, του Ιωάννη Καρυώτη-Γεωμέτρη:
«Εις τινα κατελθόντα εις Ελλάδα: Ου βαρβάρων γην, αλλ' ιδών την Ελλάδα εβαρβαρώθης και λόγον και τρόπον»
Όμως, την ίδια ώρα τον παρηγορούσαν τα λόγια του ακαδημαϊκού Ευάγγελου Μουτσόπουλου, όπως τα είχε διαβάσει σε έναν πρόλογο του σε λεύκωμα, που είχε εκδοθεί στα τέλη του 20ού αιώνα:
«Οι κρίσεις της ιστορίας, ιδιαίτερα της ιστορίας των Ελλήνων, ουδέποτε' εμπόδισαν την ακάθεκτη πορεία της αντίθετα, την ενίσχυσαν και την ενεδυνάμωσαν καθιστώντας την ευεργετικήν επί οικουμενικού επιπέδου. Ό,τι έδειχνε να υποτάσσει τον ελληνισμό σε μίαν διαδικασία φθοράς απεδείχθη ανέκαθεν απατηλό»
Απατηλό... Εκείνος θυμόταν... Ήταν όντως η Νέα Πορεία μια υπόθεση απατηλή; Θα γλίτωνε ποτέ η Ελλάδα από την τυραννία των συμφερόντων; Ίσως... Κοίταζε πολλές φορές προς την Ακρόπολη και έρχονταν στο νου του οι στίχοι του Παλαμά:
«Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι,
καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ' τη βουκέντρα
φαρμακερά και αλύπητα δυνάστη αιμοπότη
Εσένα με το λογισμό κι εσέμε το τραγούδι
Σε υψώσαν των ελεύτερων οι λογισμοί...»
Σήμερα, κανείς δεν ήταν ελεύθερος. Κάποτε, η λέξη Ελλάδα σήμαινε «ιδέα και συγχρόνως ιστορική πραγματικότητα. Συγκεντρώνει μέσα της την έννοια του ελεύθερου ανθρώπου, της ελεύθερης έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων, τον σεβασμό της ανθρωπότητας στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, την αρχή της κοινωνικής ελευθερίας και της δημοκρατίας στην λειτουργία των ανθρωπίνων κοινωνιών». Αυτά τουλάχιστον είχε γράψει ένας σύγχρονος Έλληνας στοχαστής, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Η πολιτική ορθότητα είχε καταργήσει την ελεύθερη έκφραση των αισθημάτων και των σκέψεων, τουλάχιστον στην πρωτογενή τους μορφή.
Εκείνος, τα θυμόταν όλα αυτά με πόνο. Δεν πίστευε πως είχε καταντήσει έτσι η πατρίδα του, σε τι ατραπούς την είχαν οδηγήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Πώς όμως εκείνος είχε οδηγηθεί σε τέτοιο ψυχολογικό αδιέξοδο; Τα βράδια, λίγο πριν πλαγιάσει στο υπήνεμο σημείο που είχε καταλάβει κάτω από τη γέφυρα, το μυαλό του γύριζε άτακτα από δω κι από κει και τότε πλημμύριζε από μια απογοήτευση. Όλοι και όλα γύρω του τον είχαν οδηγήσει στην απόσυρση από την κοινωνία, σε μια φυγή από την πραγματικότητα και τον πόνο. Ευτυχώς, εκεί που ήταν, είχε εν μέρει χάσει την επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και την επικαιρότητα, που τον μάτωνε όλο και περισσότερο, λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει τη Νέα Πόλη. Όμως, βαθιά μέσα του φώλιαζε η ελπίδα. Οι στίχοι του Βρετανού φιλέλληνα ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, έρχονταν συχνά στο μυαλό του:
«Αν γίνει ερείπια η Ελλάς
ξανά θα μαζευτούν μαζί
όλα τα μέλη απ' την αρχή και
θ' απαρτίσουνε τρανή
χώρα πιο θεία και ιερή
με ήχο Αμφιωνικό σε κάποια
ράχη υψηλή
πάνω απ' του Χρόνου την
κενή, ξεθυμασμένη απειλή...
Οι νεκροί μας θα γίνουνε της
φθοράς τους η σπορά,
όσοι γλύτωσαν δικοί μας της
περφάνειας τους στοιχειά,
όνειρο τα βάσανα μας κι η
παλιά τουςσυμφορά-
μα η δική τους ατιμία μένει
δίχως λησμονιά!...
Μέσ'από τοίχους και τα δεσμά
της φυλακής που μας κρατεί
κι η νεκρωμένη πριν Ελλάς
έχει κι αυτή αναστηθεί!»
Εκείνος, στα όνειρα του έβλεπε πολλές φορές μια μεγάλη πληγή στο στήθος του, απ' όπου ανάβλυζε ασταμάτητα ένα ποτάμι αίματος. Από το τραύμα έβγαιναν τούρμες Βυζαντινών σπαθάριων, που εφορμούσαν στα πέρατα της αυτοκρατορίας, πολεμώντας φουσάτα βαρβάρων. Στον ύπνο του άκουγε την κλαγγή των όπλων, τις φωνές των πληγωμένων και πεταγόταν όρθιος. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι άκουγε χλιμιντρίσματα αλόγων και τότε εμφανιζόταν μπροστά του ένας Βυζαντινός ιππέας. Φορούσε ένα κοντό λωρίκιο και κασσίδιο χωρίς προσωπείο, ενώ χειρόψελλα και ποδόψελλα προστάτευαν τα άκρα του. Τον κοίταζε άγρια- τα μαύρα μάτια του λες και έβγαζαν σπίθες. Φώναζε, στρέφοντας προς το μέρος του το σπαθί του:
«Τα θέματα πολεμούν κι εσύ κοιμάσαι και αδρανείς, κωφεύεις και παρασιτείς. Πάρε το βαρδούκιόν σου και σπεύσε πάραυτα στη βίγλα σου»
Έκλεινε και πάλι τα μάτια του, για να δει έναν έφιππο Βυζαντινό αυτοκράτορα, περιτριγυρισμένο από Βαράγγους που έφεραν ο καθένας από έναν μεγάλο πέλεκυ αλλά και ελαφρούς καβαλλαρίους και κατάφρακτους ιππείς που κρατούσαν τα βάνδα τους και τα σκουτάρια τους και κοντάρια με φλάμουλα, να μπαίνει στη Βασιλεύουσα από την Χρυσή Πύλη, νικητής και τροπαιοφόρος. Τον ακολουθούσαν αμέτρητοι σκονισμένοι και κατάκοποι πεζοί, που κουβαλούσαν τα αγχέμαχα όπλα τους. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος πάνω στα τείχη αλλά και στις δύο πλευρές του δρόμου και παραληρούσε, αποθεώνοντας τον αυτοκράτορα του. Σε λίγο άκουγε φωνές να ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο, ενώ έβλεπε την Οδηγήτρια να δεσπόζει απλώνοντας τη Σκέπη Της επί της Πόλης:
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε
αλλ'ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
ίνα κράζω σοι χαίρε Νύμφη ανύμφευτε»
Δεν μπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση, αν έβλεπε ωραία όνειρα ή εφιάλτες. Πολλές φορές σκεπτόταν ότι αν περιέγραφε αυτά τα όνειρα του σε έναν ψυχίατρο, αυτός θα είχε αυτομάτως διαγνώσει τη νέα ασθένεια που είχε εφεύρει το σύστημα, για να απαξιώσει τους αντιπάλους του και τους ιστορικούς, την πολιτική ψύχωση. Μπορεί και να τον έστελναν και σε καμιά αποικία για ψυχοθεραπεία. Όμως, αισθανόταν πολλές φορές ότι η συνείδηση του δεν συμβιβαζόταν με την τωρινή του κατάσταση και τον προέτρεπε κάτι να κάνει. Εκείνος δεν τολμούσε ούτε να σκεφθεί την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης. «Ας βγάλουν οι μαύροι το φίδι από την τρύπα. Τους αφορά περισσότερο», σκεπτόταν εγωιστικά... Για μια στιγμή μόνο, καθότι άρχιζε το βασανιστήριο:
«Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία».
Έτσι απαντούσε φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη η συνείδηση του, επαναφέροντας στη μνήμη του τους στίχους από τις «Ωδές» του Κάλβου, του αγαπημένου του ποιητή. Εκείνος προσπαθούσε να διώχνει αυτές τις σκέψεις, καθώς τον θύμωναν πολύ. Φοβόταν; «Όχι», απαντούσε στον εαυτό του. «Τις μάχες μου θα τις διαλέξω εγώ, όπως και τον χρόνο». Μερικές φορές, αισθανόταν σαν καλόγερος που είχε απαρνηθεί τα εγκόσμια. Όμως, τα λόγια του Σκάρον μέσα από τα λόγια των ηρώων του, των μοναχών της Μονής Σουμελά, τον στοίχειωναν, καθώς η μοναξιά είχε αρχίσει να επιδρά άσχημα πάνω του:
«Οι σιωπηλές μάχες είναι οι πιο δύσκολες. Βρισκόμαστε εδώ από το πρωί μέχρι το βράδυ αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας... Μέσα από τον πόνο γεννιέται ο καινούριος άνθρωπος. Αποδέξου τη δοκιμασία. Αυτός ο οποίος δέχεται από το Θεό ένα ρόλο δέχεται επίσης το θάρρος για να τον πραγματοποιήσει. Χάρη σε Αυτόν η ζωή σου θα σου εμφανιστεί ξαφνικά σε όλη της την καθαρότητα»
Ήλπιζε. Δεν ενέδιδε όμως στον πειρασμό της επιστροφής. «Αποφάσισα να κρατηθώ μακριά και αυτό κάνω τώρα, τίποτα παραπάνω», σκεπτόταν, όσο κι αν αντιλαμβανόταν βαθιά μέσα του ότι η ζωή που είχε επιλέξει τα τελευταία χρόνια, δεν είχε την παραμικρή λογική. Δεν αντιλαμβανόταν πάνω στο θυμό του ότι του είχε ανατεθεί αποστολή, ότι η απόσυρση του δεν γινόταν ανεκτή από τον Θεό και από τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Αισθανόταν όμως παρόλα αυτά ώρες ώρες περίεργα. Στο μυαλό του ο Κάλβος έστρωνε με τους στίχους του το χαλί για αυτό που θα ακολουθούσε:
«... όσον είναι
τυφλή και σκληρότερα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι»
Η ώρα της αλήθειας, της έγερσης, του αγώνα, της χαράς και της δημιουργίας, ήταν κοντά, πολύ κοντά.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Χιδίρογλου
Όχι Στην Παλιά Πόλη
Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου