Καί τρίτη φορά πήγα στο μετόχι, πάλε απόγευμα. Ή σιγαλιά εκείνης της μεριάς άφηνε τις σκέψες μου καί ξανοίγονταν. Πάλι δέν ήταν ό καλόγερος εκεί είχε πάει κι αυτός στά βορινά χωράφια του μετοχιού. Μά έλειπε καί ό Αυξέντιος, που ξέχασε ωστόσο νά λύση τό φύλακα του μετοχιού, τό μαντρόσκυλο, από τό δέντρο που ήτανε δεμένος. Καί, μόλις μέ είδε, πετάχτηκε άπό χάμω, χύμιξε νά μέ άρπάξη, κόντεψε νά πνιγή άπό τήν άλυσσίδα που ήταν δεμένος, μου έδειξε πολλά δόντια του και γαύγισε, γαύγισε ώς ότου έφυγα και δέ μ' έβλεπε πιά κι ουδέ μέ γρικούσε. Πήγα καί κάθησα σέ μιά πέτρα μακριά άπό τό μετόχι κ' έβλεπα τή θάλασσα. Καί μου συνέβηκε τότε κάτι παράξενο, που θά τό θυμούμαι όσο ζω. Μου φάνηκε πως ήρθε καί κάθησε κοντά μου ό Φαρδύς, εκείνος ό διαλεκτικός, ενώ ήταν άπό χρόνια πεθαμένος, καθώς ήξερα καλά. Καί μου μίλησε έτσι·
— Τί νέα μας φέρνεις από τήν Ελλάδα, ξένε; Διψώ νά μάθω. Ξέρεις, έγώ δέν είμαι χυδαίος άνθρωπος, σάν αυτούς εδώ πέρα· είμαι γραμματισμένος.
— Ά, χαίρομαι πολύ.
Του αποκρίθηκα χωρίς νά ξαφνιστώ καθόλου, σά νά τόν γνώριζα άπό πολλά χρόνια καί σά νά μήν ήξερα πως ήταν πεθαμένος. Και έπειτα είπα·
— Τι νέα; Νά, τά ίδια. Όλα μου φαίνονται παλιά έμενα. Τά καινούργια θά είναι εκείνα πού έμείς θαύτειάσωμα ή τά παιδιά μας. Εσύ σάν τί καινούργιο θέλεις νά μάθης;
— Νά, λένε πως δέ στέκεται καλά ή κυβέρνηση, θά παραιτηθή τό υπουργείο.
— Ά, σέ μέλει πολύ γιά τό υπουργείο; Δέν τό ήξερα. Έμενα δέ μ' ενδιαφέρει καθόλου͘· είναι καθημερινές ψιλοκοπιές της πολιτικής μας. Έδώ στήν ερημιά που βρίσκεσαι, δέν κατάφερες νά κατάργησης και τό κράτος και τήν κυβέρνηση;
— Ναί, συχνά μου ήρθε στό νου ή ιδέα του κοσμοπολισμού καί κάμποσες φορές στοχάστηκα πως είναι περιττοί οί πόλεμοι καί δέν ταιριάζει νά σφάζωνται άνθρωποι αναμεταξύ τους. Όλοι ένα δεν είμαστε; Έπειτα πόσα χρήματα χάνονται στους πολέμους και πόσες ζωές! Γιατί δέ σβήνομε τά σύνορα των εθνών;
— Σά νά ήταν γραμμένα μέ κιμωλία σέ κανένα μαυροπίνακα ή μέ ραβδί στήν άμμο! Αν ήτανε στό χέρι μας...
— Καί Βέβαια, στό χέρι μας είναι. Ας συμφωνήσουν τά έθνη μεταξύ τους νά μήν πολεμιούνται κι έτσι σιγά σιγά θά σβήσουν κι αυτά τά ίδια.
— Μά νά, που δέν τό θέλουν. Όσα είναι κουρασμένα άπό τόν εαυτό τους άς κοιμηθούν· Μά πάντα μένουν άλλα ξυπνητά καί, όσο είναι ξυπνητά, ή ζωντανάδα τους δέν τ' αφήνει νά ησυχάσουν, παρά τά σπρώχνει αδιάκοπα στήν επικράτηση, στήν ηγεμονία του κόσμου. Καί γίνονται οί πόλεμοι. Τούς Γιάπωνες δέν τούς περίμενες νά ξεφυτρώσουν ζωντανοί στήν 'Ασία.
— Καλά, άφησε τά έθνη καί πάρε τά άτομα, που αυτά κάνουν τά έθνη. Παραδέξου πως όλο καί πληθαίνουν οί άνθρωποι, που θέλουν τήν ησυχία τους και τήν καλοπέραση καί αδιαφορούν γιά τούς στρατούς καί τούς πολέμους, γιά τά έθνη, γιά τή δόξα, γιά τή νίκη.
Και αυτοί είναι οί αδύνατοι και οί κουρασμένοι. Γυρεύουν τήν ευτυχία. Καί ευτυχία γι' αυτούς είναι ό ύπνος και ή ησυχία. Ένώ οί δυνατοί άλλήν ευτυχία θέλουν, τούς κόπους, τούς κινδύνους, τή νίκη.
— Δέν ξέρω άν είναι δυνατοί ή αδύνατοι, μά όλο πληθαίνουν αυτοί που λέγω.
— Δέν έκαμα τή στατιστική τους ούτε τήν τωρινή ούτε τήν πρωτιτερινή.
— Τουλάχιστο στήν Ευρώπη έτσι φαίνεται. Αν γίνεται άλλοιώς σ' άλλα μέρη της γης, μπορεί, μά καί κει μέ τόν καιρό θά καταντήσουν οί άνθρωποι σάν τούς Ευρωπαίους.
— Τί μέ μέλει τό θά. Τά μελλούμενα δέν τά ξέρω.
Μπορεί νά γίνουν έτσι, μά μπορεί νά γίνουν κι άλλοιώς. Ποιος ξέρει άν, άντί νά επικρατήσουν οί αδύνατοι, δέν επικρατήσουν οί δυνατοί. Τά μελλούμενα τά έχομε στό χέρι μας, εμείς, μά πρόβλεψες δέν μπορούμε νά κάμωμε. Όσο έξυπνοι καί νά είμαστε, δέν ξέρομε τΐ θά βγή. Λοιπόν τί νόημα έχει νά μας πιέζη ή τωρινή κατάσταση - και επομένως οί θεωρίες -τών τριγυρινών αδύνατων ανθρώπων τόσο, που νά φανταζόμαστε πως και τά μελλούμενα, όπως τά συγκαιρινά πράματα, μας ανήκουν. Μπορεί τό μέλλον νά γίνη τών δυνατών.
— Μά πιό σωστός άπό τις πατρίδες είναι ό κοσμοπολιτισμός.
— Δέν τό ξέρω. Έγώ ένα μονάχα ξέρω, πως εγώ δέν μπορώ νά γίνω κοσμοπολίτης, γιατί ό κοσμοπολιτισμός, που, περνώντας άπό τή λογική μου, φαίνεται σά σωστός, δέν μπόρεσε ακόμα νά χωθή στά κόκκαλά μου καί στά νεύρα μου, στήν αίσθηση μου, θέλω νά πώ, γιά νά γίνη δικός μου. Ο κοσμοπολιτισμός γιά μένα είναι μιά παράσταση ξένη. Μόνο μέ τό λογικό μου μπορώ νά τή νοιώσω καί γι' αυτό ούτε μιά τρίχα του κεφαλιού μου δέν καταφέρνει ν' άλλάξη. Αίσθημα δικό μου δέν είναι.
— Μά μπορεί νά γίνη τών παιδιών σου αίσθημα. Οί συγκοινωνίες οί εύκολες, τά βιβλία τά αναρίθμητα, οί γλώσσες που μαθαίνομε...
— Ναι, τά ξέρω αυτά. Ίσως νά είναι έτσι. Θά πρέπη νά τά πάρω άπό μικρά στό Παρίσι τά παιδιά μου, νά μήν τά μάθω τή γλώσσα τους, νά μήν ακούν τίποτα ελληνικό γύρω τους, δηλαδή νά τά αναθρέψω έξω άπό τή Ρωμιοσύνη καί άπό κάθε πατρίδα, μέ δασκάλους κοσμοπολίτες, σέ δέκα γλώσσες καί νά τά ταξιδεύω άπό τόπο σέ τόπο όλα τους τά νιάτα. Ή θύμηση άπό τά παιδιάτικά τους χρόνια πρέπει νά μήν είναι ελληνική, μά ούτε και γαλλική, γιατί δέν είναι σκοπός νά τά αρπάξω άπό τό βάραθρο μιας πατρίδας για νά τά ρίξω σ' άλλης πατρίδας τήν καταβόθρα. Αν τά δικά μου τά νιάτα δέν ήταν ελληνικά, ίσως δέ θά ήμουν Έλληνας καί γώ. Ή πατρίδα τό περισσότερο είναι ή θύμηση άπό τά νιάτα. Έπειτα έρχονται οί κληρονομικές αιτίες καί άλλα. Μά πώς νά κάμω τά παιδιά μου κοσμοπολίτες, άφού έγώ δέν είμαι καί αφού δέν αισθάνομαι πως ό κοσμοπολιτισμός είναι καλλίτερος άπό τίς πατρίδες; Νά φύγω άπό κοντά τους καί νά μήν τά ξαναδώ πιά γιά χάρη του κοσμοπολιτισμού; Είναι περιττό. Ξέρεις λοιπόν πώς θά τά αναθρέψω τά παιδιά μου; Θά τ' αφήσω νά γεννηθούν όπου γεννηθοΰν, θ' αφήσω τά λόγια μου νά πέφτουν επάνω τους όπως τύχη, θα αφήσω τό παράδειγμα μου καί τό γύρω κόσμο νά τούς έπηρεάση όπως θέλει, μονάχα θά προσπαθήσω νά ξυπνήσω μέσα τους ό,τι ζωή έχουν, ό,τι δικό τους έχουν, άν έχουν τίποτε ιδιαίτερο. Καί άς γίνουν ό,τι θέλουν. Μά δέν μπορώ νά πάψω έγώ νά είμαι Έλληνας, επειδή τό θέλει μία θεωρία ή ένα αίσθημα όχι δικό μου, παρά ξένο.
— Μέ τόν καιρό όμως θά γίνουν οί άνθρωποι κο¬σμοπολίτες. Τά έθνη είναι σωρός άπό ανθρώπους, που ζουν μαζί, άνθρωπομαζώματα. Αφότου τών ανθρώπων αυτών δέν τούς είναι πιά καί τόσο απαραίτητο νά ζουν μαζί, χάνεται σιγά σιγά καί ή αντίληψη πως τό έθνος είναι πρόσωπο καί τό έθνος γίνεται κουρέλι, διαλύνεται.
— Σέ κάθε εποχή μεγάλου πολιτισμού γεννιέται τό αίσθημα του κοσμοπολιτισμού άπό τήν εθνική ή τήν πολιτική κούραση. Καί οί Ρωμαίοι στόν καιρό του προχωρημένου πολιτισμού τους έλεγαν Ubi bene, ibi patria. Και κείνον τόν καιρό θαυρίσκονταν μερικοί, που θά έλεγαν αυτά που λές καί σύ ύστερα άπό τόσους αιώνες. Οί θεωρίες σου δέν είναι ούτε κάν καινούργιες. Όμως ύστερα άπό τούς Ρωμαίους ήλθαν και άλλα έθνη καί έζησαν καί πολέμησαν αναμεταξύ τους καί τά έχώρισαν σύνορα κρατών. Πως ό κοσμοπολιτισμός είναι μονάχα ένα άπό τά φαινόμενα κάθε πολιτισμού, δέν τό βλέπεις;
— Είσαι πατριώτης, μπράβο σου.
— Σ' ευχαριστώ, άλλά «πατριώτης» δέν είμαι. Πολλοί μέ λέν έτσι, και άλλοι θά μέ ονομάζουν ίσως «φιλόδοξο». Μά δέ μέ μέλει. Αν πήγαινα τώρα στή Μακεδονία νά παλαίψω μέ τούς Βουλγάρους, θά έλεγε ό κόσμος: «Τί πατριώτης!» "Ομως δέ θά πήγαινα άπό φιλοπατρία στή Μακεδονία καί είναι τόσο μπερδεμένες οί αιτίες, που μέ αναγκάζουν νά ενεργώ σέ κάθε περίσταση έτσι ή άλλοιώς, που δέν μπορώ νά τίς ξεδιαλύνω καί χαίρομαι γι' αυτό. Αισθάνομαι όλο τόν πλούτο καί τά ακατανόητα καί μπερδεμένα ελατήρια της ζωής. Μ' αρέσει νά μή δύνωμαι νά εξηγήσω καλά καλά μιά πράξη μου. Χάνεται ό πλούτος τών αιτιών, όταν προσπαθώ νά τίς εξηγήσω. Τί φτωχή που είναι κάθε εξήγηση και τί πλούσια ή ζωή! Και δροσερή καί ζουμερή και ανεξάντλητη, άναρχη καί ατέλειωτη, απεριόριστη, ανυπολόγιστη, μυστική, τρίσβαθη, αναρχική και ανεξήγητη, γεμάτη μύθους καί προβλήματα, ειρωνική καί σκληρή, τρελή, μεγαλόδωρη καί αδιάφορη, άνοιχτοχέρα καί κακή!...
— Λοιπόν, γιατί θά πήγαινες στή Μακεδονία, άφού ή ζωή είναι τόσο πλατειά και πλούσια καί άφού δέν τή στενεύεις μέ πατριωτικές στενοκεφαλιές;
— Σέ κάποιον κάμπο, τριγύρω κλεισμένον μέ σύνορα, που τόν λέν οί άνθρωποι πατρίδα, εκεί γεννήθηκα, εκεί είναι θαμένοι οί πατέρες μου, έκεί άπό μικρός ανατράφηκα και μεγάλωσα. Κάθε θύμηση του κάμπου αύτού είναι δική μου θύμηση. Τά νιάτα μου είναι μιά θύμηση βαθειά καί στερεά, που δυναμώνει μέσα μου τήν πατρίδα. Στόν κάμπο αυτόν βρέθηκα καί μένω πότε γιερός καί πότε άρρωστος. Στόν κάμπο αυτόν περπατώ, τρέχω, περιδιαβάζω, χαίρομαι, στενοχωριούμαι, ταράζομαι καί βαριούμαι καί κοιμούμαι. Σ' αυτόν τόν κάμπο λιάζομαι και ζεσταίνομαι ή κρυώνω και βρίσκω σπηλιές γιά νά χωθώ καί ρούχα γιά νά ντυθώ ή ίσκιους στά σύδεντρα καί δροσερά νερά. Επειδή είναι ανάγκη νά κουνιούμαι, στόν κάμπο αυτόν κουνιούμαι μέ δρασκελιές μικρές ή μεγάλες και ανακατώνομαι σέ ανθρώπινα καμώματα γιά νά ταράζωμαι περισσότερο καί έπειτα νά καθαρίζομαι, νά βγαίνω σάν τό χρυσάφι άπό τή φωτιά. Τί άλλο είναι ή πολιτική γιά μένα, παρά ένα καθαρτικό; Είναι κι άλλοι κάμποι στή γή επάνω, μά πού άλλου, ποιος άλλος κάμπος είναι πιό στολισμένος μέ θύμησες παλιές και νέες; Ποιος άλλος κάμπος είναι πιό παρδαλός, πιό ζωντανός, πιό πλούσιος σέ γραμμές και ίσκιους και δροσιές, και χρώματα, παλάτια καί όνειρα; Γιατί νά διαλέξω άλλον κάμπο; Είναι και ή γή ολάκερη κάμπος, μά, επειδή είναι πάρα πολύ μεγάλος γιά τόν κάθε άνθρωπο, βάζει ό καθένας σύνορα ώς εκεί που φτάνει τό μάτι του και μέσα στά σύνορα αυτά ζή μέ τούς τριγυρινούς του, που, μέ τό νά ζουν πολύν καιρό μαζί του στόν ίδιον κάμπο, γίνηκαν συγγενικοί του. Άφού υπάρχει ή πατρίδα μου - τήν έχω ζωντανή μέσα μου -, γιατί νά μήν τήν προτιμήσω άπό όλες τις άλλες πατρίδες; Τό νά ζώ μέσα στό έθνος μου δέ θά πή πως είμαι πατριώτης. Ζώ όχι γιά τό έθνος μου, αλλά μέσα στό έθνος μου. Γιατί νά τ' αφήσω; Όλα τά έθνη μοιάζουν αναμεταξύ τους - άνθρωπομαζώματα - και δέν αξίζει νά διάλεξη κανείς· επειδή έτυχε νά γεννηθώ μέσα στό ελληνικό τό έθνος και τυχαίνει νά είμαι καί περήφανος, του μένω πιστός.
— Μά έγώ δέ σου λέγω ν' άλλάξης πατρίδα, σου λέγω νά γίνης κοσμοπολίτης. Ποιος σου είπε νά διάλεξης άλλο έθνος;
— Τό ίδιο κάνει. Τό ένα φέρνει τ' άλλο. Έγώ δέ θά κοπιάσω νά βγώ άπό τό έθνος μου, μέ κουράζει ό κόπος αυτός, όπως μέ κουράζει καί τό νά έχω αδιάκοπα τό νου μου στό έθνος μου. Ό,τι και νά γίνη, νοιώθω πως δέν έχει νά βγώ άπό τό έθνος μου, λοιπόν τί ανάγκη νά τό συλλογίζωμαι; Έγώ είμαι καί πρέπει έγώ νά απλωθώ όσο παίρνει και δέ λογαριάζω τό έθνος μου, παρά τό πολύ γιά όργανο μου, άφού είναι κι άπακούμπι μου. Ακουμπώ επάνω του μά νά ξεπετάξω τά κλαριά μου. Μ' αρέσει νά ζώ μέσα στό έθνος μου γιά τόν εαυτό μου και ακουμπώντας επάνω του νά γίνωμαι πιό άνθρωπος, δηλαδή κάτι περισσότερο ή τελειότερο άπό τόν άνθρωπο.
— Ώστε ξεχνάς και σύ πως είσαι Έλληνας καί νοιώθεις μονάχα πως είσαι κάτι ζωντανό, ίσως άνθρωπος.
— Και, όταν δέν έχω συνείδηση του έθνους μου, πάλι, θέλοντας και μή, Έλληνας είμαι καί ή ζωή μου μνήσκει ελληνική. Μά άλλο λέγω· ότι, χωρίς ν' αφήσω τό έθνος μου, μπορώ νά γίνω πιό άνθρωπος ούτε θά μ' έμποδίση ποτέ τό έθνος μου νά είμαι άνθρωπος ή νά γίνω πιό άνθρωπος, νά κάμω σκέψες αιώνιες, ίσως και αντεθνικές, ίσως και διαλυτικές κάθε κοινωνίας ή νά θαυμάζω ξένους πολιτισμούς και ξένες πατρίδες.
— Και άν μ' αυτά βλάφτεται ή πατρίδα σου;
— Μπορεί ή ζωή μου νά βγή χρήσιμη γιά τό έθνος μου. Αν όμως βγή καί βλαβερή, δέ φταίω έγώ. Μά πιστεύω πως δέν μπορώ νά βλάφτω τό έθνος μου, όσο έχω συνείδηση του και θέλω νά μείνω Έλληνας. Όσο είμαι τέτοιος, όλες οί σκέψεις μου ύποτάζονται σέ κάποια πειθαρχία.
— Έγώ δέν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς νά γίνεται πιό τέλειος άνθρωπος, όσο μνήσκει κολλημένος σ' ένα έθνος.
— Καί γώ λέγω πως δέν μπορεί νά είναι άνθρωπος όποιος ξεχνά τήν καταγωγή του, όποιος δέν αναγνωρίζει τούς δεσμούς του και όποιος δέν είναι περήφανος γιά τό δικό του τόν πολιτισμό, που είναι ό εαυτός του όλος. Κάθε συνείδηση κάνει τόν άνθρωπο πιό άνθρωπο· γι' αυτό μ' αρέσει νά θυμάται ό καθένας άπό που βγήκε, που μεγάλωσε, ποιά τριγυρισιά τόν έζωσε καί τόν ανάθρεψε· μ' αρέσει νά διακρίνη κανείς τούς δεσμούς του και νά τούς παραδέχεται χωρίς γρίνιες· αυτό θά πή έλευτεριά καί ανθρωπιά.
— Μά πώς μπορεί ό πατριώτης νά είναι άνθρωπος τέλειος, άφού τίς άλλες πατρίδες τίς έχει γιά χειρότερες άπό τή δική του;
— Αλλοίμονο, άν κάθε άνθρωπος είχε όλες τίς πατρίδες ίσα μέ τή δική του. Είπαμε πως όλες μοιάζουν, μά ή δική του είναι πιό γλυκεία καί πλουσιώτερη. Μά κάτι παραπάνω πρέπει νά σου πώ. Πιστεύω πως μόνο εκείνος, που νοιώθει τό δικό του εθνισμό, μπορεί νά νοιώση καλά καί τών άλλων τίς πατρίδες. Άπό τούς ξένους μ' αρέσουν όσοι νοιώθουν πως όλα τά έθνη μοιάζουν αναμεταξύ τους, κρατούν ωστόσο τήν εθνική τους τήν ψυχή και τό ξέρουν. Όσο και νά μας είναι αληθινά αδιάφορη καί γνωστή ή αίσθηση της πατρίδας, μέσον της όμως μπορούμε καί καταλαβαίνομε τά έθνη και άπό τά έθνη τόν άνθρωπο. Έτσι εννοώ τόν κοσμοπολιτισμό έγώ. Μονομιάς δέν μπορώ, όπως είμαι καμωμένος, νά φτάσω στήν έννοια της ανθρωπότητας· χρειάζονται στάδια πολλά στό μεταξύ. Πρώτα πρέπει νά νοιώσω τόν εαυτό μου όπως όπως· μόλις τόν αναλύσω καλά, θά νοιώσω βαθύτερα καί τό έθνος μου, άπό τό έθνος μου φτάνω στά άλλα έθνη, έπειτα ξαναγυρίζω στόν εαυτό μου και βλέπω τήν ανθρωπότητα. Όσοι λέν πως είναι κοσμοπολίτες καί δέν περνούν άπ' όλ' αυτά τά στάδια, πολύ λαφριά τό παίρνουν τό ζήτημα καί δέν μπορεί νά νοιώθουν τήν ανθρωπότητα. Επειδή γενικεύουν, φαντάζονται πως νοιώθουν κάτι, μά είναι τόσο εύκολο νά γενικεύη κανείς· τό λογικό μας συνήθως δέν κάνει και τίποτε άλλο. Μπορεί νά είναι καί κουρασμένοι άπό κάθε σκέψη και πράξη καί άπό τεμπελιά γίνονται αδιάφοροι καί λέγονται κοσμοπολίτες.
— Αρχίζουν νά μ' αρέσουν οί πατρίδες, όπως μου τίς εξηγείς, γιατί φαντάζομαι πως καί οί αρχαίοι Έλληνες έτσι ένοιωθαν τήν πατρίδα τους, άν καί όλους τούς άλλους λαούς τούς έλεγαν βαρβάρους.
— Οί Έλληνες πάντα έτσι ένοιωθαν τήν πατρίδα καί τόν κοσμοπολιτισμό. Ό Ελληνισμός, αφότου φανερώθηκε στόν κόσμο, δέ γυρεύει ναύτειάση στενοκέφαλα εθνικά έργα, παρά έργα ανθρώπινα, αλλά γιά νά τά καταφέρη στερεώνεται πρώτα καλά μέσα στήν πατρίδα του. Και ονομάζει τούς άλλους λαούς βαρβάρους μονάχα γιά νά μήν τούς μιμηθή πάρα πολύ καί χάση τήν πρωτοτυπία του μαζί μέ τήν περηφάνεια του γιά τή δική του τήν ψυχή, γιά τόν πολιτισμό του, άφού αυτός ό πολιτισμός του ίσα ίσα είναι ή δύναμη, που δημιουργεί έργα ανθρώπινα.
—Ώστε καλό είναι νά πολεμούμε Τούρκους και Βουλγάρους;
—Καί Φράγκους. Εμείς ποτέ δέ θελήσαμε νά πνίξωμε άλλα έθνη. Αυτά όμως τά έθνη, που πολεμούν νά μάς καταπιούν, τά μαχόμαστε καί μ' όλο τό δίκιο μας. Τήν ώρα τούτη που σου μιλώ είμαστε, μείς οί Έλληνες, τυραννισμένοι, γιατί τό έθνος μας βρίσκεται σέ κίνδυνο. Πρέπει νά ξεφορτωθούμε το βάρος αυτό καί, μόνο άφού τό ξεφορτωθούμαι, θα μπορέσωμε να απλωθούμε ελεύτερα, νά φουντώσωμε νά πλάσωμε κάτι δικό μας καί ανθρώπινο. Όσο δέν το βγάζωμε τό βάρος αυτό άπό πόνοι μας, τίποτε καλό δέ γίνεται νά καταφέρωμε. Όσο οι γύρω μαςάνθρωποι είναι στενοχωρημένοι, κακομοιριασμένοι, ταραγμένοι και δέν ξέρουν τι θέλουν καί βαλτώνουν καί πελαγώνουν, πώς έγώ να είμαι ήσυχος, πώς να δημιουργήσω τέχνη, αφού δεν είναι τέχνη γύρω μου; Άν τώρα χρειαζόταν τέχνη, θα ήταν. Γι' αυτό είναι ανάγκη νό πολεμήσωμι κείνους, που μάς έπιβουλεύονται είτε με τα όπλα τους είτε μέ τόν παραγινωμένο πολιτισμό τους. Ο πόλεμος θά μάς κάμη πιό άνθρωπους, θα μας λυτρώση και από τους εχθρούς και από τόν ξεπεσμό. Ή ειρήνη μας χαλαρώνει καί βαλτώνομε κάθε μέρα περισσότερο σέ μιά σαπισμένη λιμνοθάλασσα.
— Τούς αγαπάς τούς Έλληνες.
— Τούς αγαπώ ή δέν τούς αγαπώ; Δέν ξέρω. Άπ' όλους τούς λαούς της γης αυτούς μονάχα αγαπώ κάποτε μέ πάθος, κάποτε ψυχρά. Άλλοτε πάλι τούς μισώ, γιατί δέν είναι τώρα άξιοι γιά καλλίτερα έργα. Άλλά καί τό μίσος αυτό θά είναι αγάπη.
— Δέν αξίζει νά τούς αγαπάς. Άν ήταν οί αρχαίοι Έλληνες, μάλιστα. Μά εμάς, δέ βλέπεις οί ξένοι πώς μάς μισούν καί πώς μάς κοροϊδεύουν;
— Οί αρχαίοι πέθαναν. Έγώ δέν καταγίνομαι μέ τά πτώματα. Όσο γιά τούς ξένους, δέν είμαι γώ γιά νά τους εξηγώ τό έθνος μου. Άς τό κάμουν άλλοι, σά θέλουν, ή άς μήν τό κάμη κανείς· τό πράμα δέ διαφέρει. Έγώ είμαι γιά νά δουλέψω μέ τό έθνος μου και μέσα στό έθνος μου. Άν είμαι φιλόδοξος, ή δόξα μου θέλω νά είναι ένα μέ τή δόξα του έθνους μου. Ό,τι βγάλω θά είναι δικό μου καί δικό του. Καί οί ξένοι άς μάς κρίνουν, αδιάφορο μέ τί τρόπο. Βέβαια δέ θά βιαστώ έγώ νά πάγω νά δικαιολογηθώ σ' αυτούς ουτε θά τούς ξηγήσω τίποτε γιά τό έθνος μου.
— Μά μέ τήν τυφλωμάρα σου αυτή δυναμώνεις τις κακίες καί τά ψεγάδια της φυλής. Πρέπει νά διορθωθούμε.
— Άκουσε. Θά ζήσω μέσα στους Έλληνες, άφού ανάμεσα τους γεννήθηκα, καί θά κρατήσω τόν εαυτό μου αλύγιστο καί διαφορετικό άπ' αυτούς. Έτσι θά τούς επηρεάσω ίσως. Ησυχία δέν έχω, παντρεμένος δέν είμαι καί ουτε φρόνιμος· επειδή γνωρίζω καλά κάθε φράγκικο πολιτισμό, δέ φραγκοφέρνω. Τά νέα της ημέρας σπάνια μέ ταράζουν καί οί κρίσες τών ανθρώπων τό ίδιο. Είτε θέλοντας είτε μή, αισθάνομαι τόν εαυτό μου ένα μέ τούς ανθρώπους του έθνους μου. Μου μιλούνε και τούς μιλώ ελεύτερα, δουλεύομε κάποτε μαζί, δέ γίνομαι σάν κι αυτούς καί, όταν τύχη, τούς λέγω λόγια σκληρά καί δυνατά. Είμαι σύντροφος τους, άλλ' άπό μακρίτερα όμως. Μικρότερος σάν ήμουν, βαστιόμουν λιγάκι άπό τό φόβο μή χαθώ μέσα στήν καταβόθρα. Τώρα, που ένοιωσα πως δέν μπορώ νά χαθώ σέ κανένα βάραθρο, ξεθάρρεψα και δέ βαστιέμαι πιά. Ρίχνομαι άφοβα σ' όλα τά βάραθρα καί μένω πάντα διαφορετικός άπό τούς τριγυρινούς μου. Δέ σκορπίζω τή δύναμη μου, συμπυκνώνω τόν εαυτό μου. Όσο δυναμώνει, τόσο και ξεβάφει επάνω στους άλλους. Έγώ δέ χάνω τίποτε, τό έναντίο, κερδίζω. Και τούς άλλους τούς χρωματίζω ίσως λιγάκι.
— Ό,τι καί νά λές, έχεις πίστη εθνική.
— Ίσως. Αγάπησα τή φυλή μου, όταν είδα πως γεννήθηκα σάν άνθος άπό μέσα της, συμπύκνωμα της. Τήν αντιπροσωπεύω όλην, τά όνειρα της είναι όνειρα μου και ελπίδες μου οί ελπίδες της. Άν έχασε τήν ελπίδα της, θά της δώσω τή δική μου καί πάλι άπ' αυτήν θά πάρω ελπίδα έγώ, άν απελπιστώ. Αν δέν έχει τώρα ιδανικό ή όνειρο κανένα ή φυλή μου, θά της δώσω τά δικά μου όνειρα καί ιδανικά και πάλι όμως τή δύναμη γιά νά τά πλάσω, τά όνειρα μου και τά ιδανικά μου, μέσα της θά τήν ευρω. Άν κουράστηκαν τά μάτια της καί δέ βλέπουν καί δέ διακρίνει τί δυνάμεις έχει μέσα της, θά της τές δείξω έγώ, άφού έγώ μέ τά δικά μου μάτια βλέπω και τίς διακρίνω. Άν φόβος τήν πήρε, θά της δανείσω τήν αφοβία τή δική μου. Ό,τι της λείπει, θά τής τό δώσω έγώ, και πάλι, ό,τι μοΰ λείπει έμενα άπό κείνη θά τό πάρω. Γιατί είμαστε ένα. Λαχταρώ πάντα νά τής μεταγγίζω κάτι δικό μου και άπ' αυτήν νά παίρνω κάτι άλλο, σάν ηλεκτρισμό...
— Περίεργο, μου ξυπνάς εικόνες, που ποτέ δέ μου είχαν έρθει στό νου πρωτίτερα. Είχε ξεραθή ή έννοια τής πατρίδας μέσα μου άπό τό πολύ ν' ακούω τή λέξη.
— Μά, άν δέν μπορής νά πιστέψης στις πατρίδες, μπορείς όμως, άν είσαι σωστός άνθρωπος, νά μένης πιστός στή δική σου τήν πατρίδα καί νά μή ντρέπεσαι. Και αυτό λέγεται πίστη. Έδώ, στήν ερημιά και στή νεκρική ησυχία, έχεις καιρό νά τά συλλογιστής αυτά. Έγώ πηγαίνω νά ανακατωθώ μέ τούς ανθρώπους τής φυλής μου, νά ρίξω όλη μου τή δύναμη στό βάραθρο, που λέγεται έθνος, νά ξοδέψω τή ζωή μου, νοιώθοντας βαθιά τή φυλή μου, μέ λύπη, μέ ενθουσιασμό, μέ βαρεμό ή μέ απελπισία. Καί, άν είναι γιά νά χαθή η φυλή μου, πάλι χαρούμενος θά είμαι. Τήν αγαπώ τόσο, που δέχομαι νά πεθάνη γιά νά νοιώσω τήν ηδονή του θανάτου της. Τίποτε στόν κόσμο δέν είναι γιά νά τό λυπάται κανείς επειδή πεθαίνει. Τέτοιος μπορώ νά είμαι· ή πρόβατο άκακο στό κοπάδι τών ανθρώπων, που μέ περιτριγυρίζουν, ή νικητής τους. Τρίτο καταφύγιο δέν ξέρω, παρά μόνο τή ζωή στήν ερημιά. Μά μοναχός γιά πάντα δέν μπορώ νά μείνω· ή τεμπελιά δέ μου φτάνει ουτε ή σκέψη μοναχή. Θέλω καί τό προσφάγι της, τήν ενέργεια. Καί τήν εικόνα του θανάτου τήν έχω πάντα κοντά μου γιά νά μου σπιρουνίζει τόν πόθο τής ζωής. Ο θάνατος είναι γιά τούς ζωντανούς φάρμακο μεθυστικό, που όλο ξυπνάει μέσα τους τή λαχτάρα τής ζωής. Είναι τό προσάναμά της.
— Μά έγώ, που είμαι πεθαμένος, τί νά πώ.
— Άφησε. Μή μιλείς πιά. Τήν ψυχή σου τήν έχω μέσα μου έγώ, που είμαι ζωντανός καί πατριώτης σου.
Ή μορφή του χάθηκε καί δέν τήν είδα πιά.
Άπαντα Ίωνος δραγούμη
«ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ» Σελ. 106
Εκδόσεις: ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου