Μετρούσε ήδη πέντε μήνες στη Νέα Πόλη. Κοίταξε από το παράθυρο κάτω στο δρόμο. Είχε πολλή κίνηση. Η πρωτεύουσα είχε παραμείνει θορυβώδης, βρόμικη και εχθρική στους κατοίκους της. Ένα σμάρι ανθρώπων αναμειγνυόταν στις διαβάσεις, δημιουργώντας μια κατάσταση τακτοποιημένου χάους. Η πόλη δεν έδινε σε καμιά περίπτωση την εντύπωση ότι βρισκόταν υπό πολιορκία. Γι' αυτό, φρόντιζαν όλοι, ώστε η ζωή να συνεχίζεται απρόσκοπτα. Τα οχήματα πήγαιναν πάνω κάτω, οι γυναίκες περπατούσαν στο δρόμο με τις σακούλες από τα ψώνια, τα παιδιά πηγαινοέρχονταν στα σχολεία. Με μια πρώτη ματιά, τίποτα δεν πρόδιδε τον αναβρασμό στους κόλπους της κοινωνίας.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε δουλειά. Σε λίγο θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι. Κάθισε για λίγο στον καναπέ και αφουγκράστηκε. Η ηχομόνωση δεν επέτρεπε να φτάσει στα αυτιά του ο παραμικρός θόρυβος. Το σπίτι ήταν σύγχρονο, με όλες τις ανέσεις και σε πολύ κεντρικό σημείο της πόλης. Υπήρχαν μάλιστα και κάποιες τεχνολογικές καινοτομίες. Οι βρύσες υπάκουαν σε διαταγές, ενώ το ίδιο ίσχυε για τον κλιματισμό και όλες τις ηλεκτρικές συσκευές. Υπήρχε ηλεκτρικός πίνακας ο οποίος περιείχε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το σπίτι και μπορούσε να εκτελέσει ταυτόχρονα πολλές διαταγές. Αυτά, λίγα χρόνια πριν, θεωρούνταν πειραματισμοί και καινοτομίες. Του πήρε μερικές μέρες να εξοικειωθεί με τα νέα συστήματα; όμως τα είχε καταφέρει.
Η οργάνωση θεωρούσε ότι όσοι έμεναν στα όρια της Νέας Πόλης με την Παλιά, κινούσαν ευκολότερα τις υποψίες. Έτσι, προτιμούσε το κέντρο της Νέας Πόλης και τις νέες σύγχρονες και πολυώροφες πολυκατοικίες που είχαν υψωθεί εκεί. Εκείνος θα έμενε, όπως έδειχναν τα πράγματα, για αρκετό καιρό στο σπίτι του πράκτορα της οργάνωσης. Δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία του «μπροστάρη». Είχε την εντύπωση ότι ο πόλεμος μεταξύ της κυβέρνησης και της οργάνωσης θα διαρκούσε, όσο η οργάνωση δεν έπαιρνε την απόφαση για την τελική αναμέτρηση. Η κυβέρνηση τυπικά ήταν αιρετή, είχε εκλεγεί όμως από το μόλις 40% του πληθυσμού που είχε προσέλθει στις κάλπες στις τελευταίες εκλογές. Η Νέα Πορεία ουσιαστικά δεν είχε αντίπαλο, παρά μόνο εικονικό, τα νεοφιλελεύθερα κόμματα των επιχειρηματιών και ένα μικρό κόμμα που απευθυνόταν στους αλλοδαπούς.
Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση και απαγόρευση των κομμάτων που είχαν χαρακτηριστεί «ρατσιστικά» από την κατευθυνόμενη πλέον Δικαιοσύνη. Μεταξύ τους ήταν και οι Εθνικιστές, που ήταν κόμμα εξουσίας, εκφράζοντας πολιτικά μεγάλο ποσοστό των πολιτών. Το Σύνταγμα έγινε σουρωτήρι στα χέρια ατόμων με ρευστή εθνική συνείδηση. Ανάλογα παράλογα περιστατικά είχαν σημειωθεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Γαλλία και η Βρετανία, προκαλώντας αντιδράσεις και πολύ αρνητικά τετελεσμένα. Το πρόσχημα ήταν πάντα το ίδιο: οι ενστάσεις στις αθρόες νομιμοποιήσεις μεταναστών και στις θετικές διακρίσεις. Ο ρατσισμός, κατηγορία την οποία τα δικαστήρια απηύθυναν κατά των εθνικιστικών, χριστιανοδημοκρατικών, συντηρητικών, εργατικών και αγροτικών κομμάτων, ήταν το εργαλείο για την απαγόρευση τους. Στην Ευρώπη, έπνεε άνεμος ανελευθερίας και ολοκληρωτισμού, με τη συνδρομή των επιχειρηματιών. Θα έλεγε κανείς ότι οι Σοβιετικοί είχαν περιβληθεί με αστικό πολιτικό ένδυμα και είχαν καταλάβει εκ νέου την εξουσία. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός είχε οδηγηθεί στο απόσπασμα. Όλα ήταν πια ένας άνευρος «μεσαίος χώρος».
Οι πολίτες είχαν αηδιάσει και απείχαν από τις εκλογές. Έτσι όμως έκαναν αυτό ακριβώς που ήθελε το σύστημα, έπαιζαν χωρίς να το θέλουν το παιχνίδι του. Τη θέση των κομμάτων που είχε απαγορευτεί η δράση τους, είχαν πάρει κάποια «φιλελεύθερα» κόμματα, που ουσιαστικά αποτελούσαν τους Δούρειους Ίππους που χρησιμοποιούσαν οι επιχειρηματίες για να υποκαταστήσουν τη Δεξιά και να προσδώσουν νομιμότητα στο πολιτικό παιχνίδι, που είχε λάβει πλέον τα χαρακτηριστικά κακόγουστης φάρσας.
Μεγάλο ποσοστό από τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, δεν ήταν ημεδαποί. Υπήρχε όμως ένα θέμα: η επιχείρηση αποπολιτικοποίησης την οποία είχαν ενορχηστρώσει επί μακρόν η ανανεωτική Αριστερά μαζί με τους φιλελεύθερους και τους επιχειρηματίες, είχε επιδράσει στον πληθυσμό. Υπήρχε γενικότερα απροθυμία και αν η νεολαία δεν ακολουθούσε τη «Μάχη», ο αγώνας θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Οι πολίτες συμπαθούσαν την οργάνωση, αλλά πολλοί από αυτούς παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα εκ του μακρόθεν. Έπρεπε όμως να βρεθεί τρόπος να ενεργοποιηθούν. Χρειαζόταν μια σπίθα, ένας ξαφνικός άνεμος που θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση απέφευγε τις ακρότητες και δεν προκαλούσε. Απλώς διεξήγαγε έναν πόλεμο χαμηλής έντασης κατά των αντιπάλων της, χρησιμοποιώντας τα απόλυτα ελεγχόμενα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τους δικαστές και την πολυεθνική αστυνομία. Φυσικά, υπήρχαν πάντα οι αποικίες για όσους δεν πειθαρχούσαν στα διατάγματα ή συμμετείχαν σε ανατρεπτικές δραστηριότητες. Όμως, η δυσφορία των πολιτών δεν κρυβόταν.
Η «Μάχη» είχε απαντήσει στη λογοκρισία των ελεγχόμενων μέσων επικοινωνίας με την εβδομαδιαία εφημερίδα της, την «Άμυνα», που κυκλοφορούσε παράνομα και γινόταν ανάρπαστη. Τη διάβαζαν οι πάντες. Όσα φύλλα και να έβγαζε το τυπογραφείο της βιομηχανικής ζώνης, αυτά εξαντλούνταν. Το χαρτί όμως ήταν ακριβό και οι πόροι της οργάνωσης, που ήταν υποχρεωμένη να συντηρεί ένα πρότυπο δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας για τις οικογένειες των στελεχών της, λόγω της ανέχειας που επικρατούσε, ήταν περιορισμένοι. Οι ληστείες τραπεζών απέφεραν αρκετά χρήματα, όμως ενείχαν τεράστιο ρίσκο. Στην τελευταία ληστεία σε υποκατάστημα τράπεζας στην Παλιά Πόλη, ένας Βρετανός φρουρός σκότωσε έναν ένοπλο της οργάνωσης και τραυμάτισε έναν άλλο σοβαρά. Υπήρχε και πάντα ο φόβος να τραυματιστεί ή και να χάσει τη ζωή του κάποιος αθώος πολίτης και ο εθνικός αγώνας να κηλιδωθεί. Ήδη, η «Άμυνα» έδινε μάχες κατά των προπαγανδιστικών προσπαθειών της κυβέρνησης, που απέδιδε κάθε ανεξιχνίαστη δολοφονία στην Παλιά Πόλη, στη «Μάχη».
Οι περισσότεροι συντάκτες της εφημερίδας ήταν κάτοικοι της Νέας Πόλης, οι οποίοι γνώριζαν τι συνέβαινε στα παρασκήνια της πολιτικής και του επιχειρηματικού χώρου.
Οι πολίτες εμπιστεύονταν τη μαχητική εφημερίδα της οργάνωσης για την ενημέρωση τους. Ακόμα και τα στελέχη της κυβέρνησης κατέβαλλαν πολλές προσπάθειες για να τη βρουν. Δεν ήταν δύσκολο. Το πρωτότυπο σύστημα διανομής είχε καταφέρει να αντεπεξέλθει στα προσκόμματα που δημιουργούσε η παρανομία και, κυρίως, οι όποιες δυσκολίες εξόδου από τη βιομηχανική ζώνη. Οι εφημερίδες εμφανίζονταν τα χαράματα στις αναρίθμητες εξόδους των υπονόμων της πόλης. Η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει κάτι, καθώς κάθε δύο ημέρες, το σχέδιο διανομής άλλαζε. Η όλη συνωμοτικότητα ενθουσίαζε κυρίως τη νεολαία, που έσπευδε να βρει ολοένα νέους τρόπους για να προμηθευτεί την εφημερίδα. Τη διανομή βοηθούσαν και οι ταξιτζήδες, κλάδος που λόγω του συστήματος των περιορισμένων αδειών, είχε παραμείνει στα χέρια Ελλήνων εργαζομένων και ήταν φιλικά διακείμενος στη «Μάχη», βοηθώντας μάλιστα ουσιαστικά στη μετακίνηση των στελεχών της. Οι πιάτσες των αυτοκινητιστών στην Παλιά Πόλη αποτελούσαν ένα σχεδόν φανερό σημείο διανομής της εφημερίδας, αλλά και κέντρα προπαγάνδας της οργάνωσης.
Εκείνος κοίταξε το ρολόι του και ετοιμάστηκε να φύγει. Αισθανόταν πολύ κομψός και ιδιαίτερα άνετα μέσα στα καινούργια του ρούχα. Ο εφιάλτης με τα κουρέλια, ήταν πια παρελθόν. «Δεν πρέπει να πάω στο άλλο άκρο, θα γελοιοποιηθώ. Όμως, ορισμένα πράγματα δεν ξεχνιούνται», σκέφθηκε. Αναγνώριζε στον εαυτό κάποια αστικά σύνδρομα, ήταν η αλήθεια. Κοιτάχθηκε στον καθρέπτη. Το μουστάκι τον άλλαζε πολύ, όπως και οι φακοί επαφής που άλλαζαν το χρώμα των ματιών του και ξεγελούσαν τα μηχανήματα βιομετρικού ελέγχου. Ήταν όμως μια βασική προφύλαξη, όπως και η βαφή των μαλλιών του, ώστε αν έπεφτε πάνω στη γυναίκα του, τα παιδιά του ή κάποιον από τους παλιούς φίλους και γνωστούς του να γλίτωνε την αναγνώριση. Κατέβηκε με τον ανελκυστήρα, χαιρέτησε τον φύλακα του κτιρίου, βγήκε από την κεντρική είσοδο του συγκροτήματος κατοικιών και προχώρησε με κατεύθυνση προς την Παλιά Πόλη. Ήταν μια διαδρομή περίπου 15 λεπτά με τα πόδια. Είχε πλέον συνηθίσει, την ακολουθούσε πολύ συχνά. Ανησυχούσε όμως, ανησυχούσε πολύ. Έβλεπε συνεχώς γνωστούς από τα παλιά στο δρόμο. Ο κίνδυνος ήταν σοβαρός, αν και κανείς δεν τον είχε μέχρι τώρα αναγνωρίσει. Όμως, ήξερε τι έπρεπε να κάνει αν αυτό συνέβαινε.
Σύχναζε σε ένα μπαρ στην Παλιά Πόλη. Οι διαταγές που είχε ήταν να αναμειγνύεται με συγκεκριμένους θαμώνες του μαγαζιού, να συζητά μαζί τους, να ανταλλάσσει απόψεις, ποτέ όμως να μην εμπλέκεται σε πολιτικές συζητήσεις ούτε όμως να δείξει ότι τις αποφεύγει επί τούτου. Απλά, να παραστήσει, αν χρειαστεί, ότι δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πολιτική, ότι τον κουράζει. Στο συγκεκριμένο μαγαζί που φυλασσόταν από την πολυεθνική αστυνομία, σύχναζαν στελέχη τραπεζών, επιχειρηματίες, υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κομματικά στελέχη της Νέας Πορείας, ξένοι διπλωμάτες και εκπρόσωποι αιρέσεων που έψαχναν για προσβάσεις και χρηματοδοτήσεις. Όλος ο καλός ο κόσμος, μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή από λαμόγια, που λυμαίνονταν τον τόπο.
Τον τελευταίο καιρό ήταν διάχυτη η ανησυχία και «έβγαινε» στις συζητήσεις. Εκείνος, παριστάνοντας τον εμπορικό αντιπρόσωπο βρετανικής εταιρείας, άκουγε και συνέτασσε αναφορές. Οι προσδοκίες των κυβερνώντων για γρήγορη καταστολή της δράσης της «Μάχης» διαψεύστηκαν, ενώ η οργάνωση είχε διεισδύσει για τα καλά πλέον στη Νέα Πόλη. Οι «μαύροι» είχαν αποθρασυνθεί, έγραφαν οι αρθρογράφοι της εφημερίδας του συστήματος «Συμμετοχή». Στις αρχές ασφαλείας είχαν καταγγελθεί από μέλη της Νέας Πορείας κρούσματα ανάγνωσης δημοσίως της παράνομης εφημερίδας των «μαύρων» «Άμυνα», και μάλιστα σε μέσα μαζικής μεταφοράς! Επίσης, στα σχολεία, πολλοί μαθητές προκάλεσαν τη μήνη αλλοδαπών συμμαθητών τους, καθώς φορούσαν εμφανώς σταυρούς και κομποσκοίνια! Διευθυντές σχολείων οι οποίοι απέβαλαν μαθητές, είχαν δεχθεί απειλές και σε δύο περιπτώσεις σε σχολεία στην Παλιά Πόλη, ξυλοκοπήθηκαν. Ο έλεγχος των σχολείων περνούσε στους Έλληνες μαθητές, που έπαιρναν το μέλλον τους στα χέρια τους. Οι γεμάτοι συνθήματα τοίχοι των σχολείων, απεικόνιζαν τη λαχτάρα των μαθητών για ελευθερία και επιστροφή στους παλαιούς τρόπους. Οι αφίσες της Προοδευτικής Νεολαίας από τότε που ξεκίνησε η δράση της «Μάχης», δεν προλάβαιναν να εμφανιστούν στους τοίχους: κατέβαιναν με χαρακτηριστική ταχύτητα, ενώ οι αφισοκολλητές της Αριστεράς δέχονταν συνεχώς επιθέσεις.
Σε μια εποχή που παρά τα προβλήματα οι επιχειρήσεις σημείωναν υψηλές κερδοφορίες λόγω των ολιγοπωλίων, τα στελέχη τους είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν. Η αντικαπιταλιστική και αντισυστημική ρητορεία των προκηρύξεων της «Μάχης», τρόμαζε την εμποροκρατία και τους συνοδοιπόρους της, οι οποίοι μιλούσαν πλέον για «νέους πολιτικούς πόλους», ώστε να πιέσουν τη Νέα Πορεία. Τα στελέχη της τελευταίας είχαν στα χέρια τους τις τελευταίες δημοσκοπήσεις και τραβούσαν τα μαλλιά τους. Ποτέ τους δεν ήθελαν υψηλή προσέλευση στις κάλπες. Όμως, μια προσέλευση περίπου 25%, θα δημιουργούσε προβλήματα βιωσιμότητας στο εγχώριο σύστημα, καθώς θα το απαξίωνε στα μάτια των πολιτών «αλλά και της διεθνούς κοινότητας. Δεν ήταν δημοφιλείς και το ήξεραν, όπως ήξεραν ότι κινδύνευαν. Όμως, προσπαθούσαν να γαντζωθούν στην εξουσία με νύχια και με δόντια. Δεν υπήρχε γι' αυτούς έξοδος κινδύνου. Οι εθνικιστές της «Μάχης», παρά τις όποιες ρίζες τους σε πολιτικούς σχηματισμούς του παρελθόντος, δεν είχαν καμία σχέση με την εκφυλισμένη νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά παλαιότερων δεκαετιών. Ήταν αποφασισμένοι να οργώσουν στο πέρασμα τους τα πάντα.
Μπήκε στο μαγαζί και κάθισε στο μπαρ. Παρήγγειλε ένα τζιν τόνικ και άρχισε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό λάιφ στάιλ που βρήκε πάνω στη ράμπα. Αδυνατούμε να βρει έστω κι ένα θέμα της προκοπής για να διαβάσει. Το λάιφ στάιλ κυριαρχούσε, υπνωτίζοντας τους πάντες και μετατρέποντας τους σε καταναλωτικές μηχανές. Το φαινόμενο φυσικά δεν ήταν νέο. Πήγαινε πίσω, στα χρόνιοι της Μεταπολίτευσης. Η ώρα περνούσε χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να τον χτυπάει στην πλάτη.
– Τι έγινε σύντροφε; Μόνος; Πού είναι ο υπόλοιπος συρφετός;
Γύρισε και είδε τον εκπρόσωπο Τύπου της Νέας Πορείας. Ήταν μάλλον κοντός, με ένα μόνιμο σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη, που εκείνον τον εκνεύριζε αφόρητα. Ήταν άνθρωπος ευφυής και δολοπλόκος, που είχε βρεθεί ψηλά από το πουθενά. Θεωρούταν η αιχμή του δόρατος της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβερνώσας παράταξης και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των δημοσιογράφων. Ήταν γυναικάς, ενώ διακρινόταν για τις εκκεντρικές γραβάτες του.
– Μόλις ήρθα, απάντησε εκείνος. Κάθισε. Τι θα πιεις;
– Οη the rocks». Ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός φαινόταν νευρικός.
– Τι έχεις φίλε; Λεν σε χωράει ο τόπος.
– Δεν τα 'μαθες; Χτύπησαν πάλι!
– Ποιος;
– Μα, οι φασίστες, ποιος άλλος; Καλά, πού ζεις; Στην Τανγκανίκα;
– Τι ακριβώς έγινε;
– Επιτέθηκαν σε χρηματαποστολή της Βαλκανικής Τράπεζας. Άρπαξαν μεγάλο ποσό και σκότωσαν ένα Βρετανό φρουρό. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση! Τώρα πρέπει να λογοδοτήσουμε στο Λονδίνο για τις επιθέσεις των φασιστών! Πάνω που ο πρωθυπουργός ετοιμαζόταν να φύγει για τη Βρετανία. Σου είπαν τίποτα από την εταιρεία σου εσένα;
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
– Όχι, ευτυχώς. Όμως, πού θα πάει αυτή η ιστορία ρε παιδάκι μου! Στο τέλος δεν θα μπορούμε να κάνουμε τις δουλειές μας! Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι;
– Προφανώς όχι, δεν μπορούν!
Γύρισαν και οι δύο. Η φωνή που ακούστηκε ήταν του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Συμμετοχή», της μόνης πλέον νόμιμης πολιτικής ημερησίας. Ψηλός, με γκρίζα μαλλιά, ήταν από τους τακτικούς θαμώνες του μαγαζιού. Με προϊστορία στην ανανεωτική Αριστερά, ήταν από τους προνομιακούς συνομιλητές της ηγεσίας της Νέας Πορείας, αλλά και των επιχειρηματικών κύκλων που στήριζαν το κόμμα. Έκατσε δίπλα τους και παρήγγειλε ένα ουίσκι. Φαινόταν προβληματισμένος. Χτύπησε το δορυφορικό του τηλέφωνο μέσα στο παλτό του, το έβγαλε και μίλησε στα ιταλικά.
– Οι συνάδελφοι από την Ιταλία θέλουν να μάθουν τι έγινε. Είχαν κι αυτοί δύο επιθέσεις σήμερα. Το φαινόμενο διεθνοποιείται. Στην Ισπανία υπάρχουν πλέον σοβαρά προβλήματα, ενώ και στην Πορτογαλία είχαν σήμερα φασαρίες. Αριστερή κυβέρνηση στη Λισσαβόνα και δεν μπορεί να μαζέψει τα συνδικάτα. Έχω την εντύπωση ότι κι εσείς εδώ τα κάνατε μούσκεμα. Δεν πάει άλλο με τις επιθέσεις,
γύρισε και είπε στον εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης, που τον κοίταξε εκνευρισμένος.
– Τι έπρεπε δηλαδή να κάνουμε;
– Οτιδήποτε εκτός από το να χρησιμοποιήσετε τόση καταστολή και μάλιστα εμφανώς! Σαφώς έπρεπε να χρησιμοποιήσετε βία, αλλά με πιο χειρουργικό τρόπο! Αυτή η ιστορία με τις αποικίες θα σας στοιχίσει πολύ. Κάποτε φωνάζαμε για τα ξερονήσια, θυμάσαι; Έφτασαν σήμερα στην εφημερίδα κι άλλες επιστολές συγγενών κρατουμένων που διαμαρτύρονται. Για να μη σου πω τι γράφει η φυλλάδα τους. Ας εξαφανιστεί και κάποιος χωρίς ίχνη! Αν χάθηκε, σίγουρα πήγε στους τρομοκράτες! Έτσι δεν είναι;
– Τα περί βασανιστηρίων στις φυλακές είναι παραμύθια της Χαλιμάς! Διαδόσεις των φασιστών. Εκπλήσσομαι που τα υιοθετείς έτσι άκριτα και διαβάζεις μάλιστα και παράνομα έντυπα! Είσαι και παλιός δημοσιογράφος! Πήγες ποτέ στην αποικία να δεις ο ίδιος τι γίνεται;
– Γιατί, δώσατε ποτέ άδειες στους δημοσιογράφους; Τι λες τώρα! Και για πες μου: τόσο πολύ εμπιστεύεσαι τους Αλβανούς που έχετε μαζέψει στην αποικία και κάνουν κουμάντο;
– Μη μου μιλάς με όρους εθνικότητας! Τόσους αγώνες κάναμε για να αλλάξουμε την κοινωνία! Και είσαι και αριστερός!
– Αριστερός είμαι, αλλά δεν έχει νόημα να εθελοτυφλούμε! Μαζέψτε τους ηλίθιους από την αστυνομία και τις αποικίες, κάνουν ζημιά, δεν το καταλαβαίνετε; Χθες πάλι ο βρετανικός Τύπος έκανε αφιέρωμα στην Ελλάδα και μίλησε για το γαμημένο το συμβάν στην κατακόμβη. Η προπαγάνδα των τρομοκρατών θα σας το κοπανάει αυτό για εκατό χρόνια! Δημιουργήσατε μάρτυρες! Αλλάξτε επιτέλους τακτική, μαζέψτε όσους επιδεικνύουν υπερβάλλοντα ζήλο, πριν είναι αργά! Υπάρχουν πολλοί τρόποι να απαντήσετε στη βία των τρομοκρατών. Πρέπει να πείσετε τους στρατιωτικούς να συμμετάσχουν στην προσπάθεια καταπολέμησης της τρομοκρατίας!
Η συζήτηση είχε αρχίσει να φορτίζεται. Στο μεταξύ κατέφτασαν άλλοι δύο συντάκτες μιας οικονομικής εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας, ο οικονομικός διευθυντής του ελληνικού παραρτήματος πολυεθνικής εταιρείας αλλά και ο ιδιοκτήτης ενός καζίνου, που μπήκε αμέσως στην κουβέντα.
– Ρε σεις, δεν καταλαβαίνω γιατί αφήνετε ένα μάτσο αλήτες να μας κάνουν τη ζωή πατίνι! Δεν φτάνει που έχουμε τους Ρώσους πάνω από το κεφάλι μας, εδώ στην Παλιά Πόλη! Ξετρυπώστε τους από τη βιομηχανική ζώνη και θερίστε τους! Χθες, μετά από τις απειλές που δέχθηκα, που σας είχα πει ρε σεις, πριν μια εβδομάδα, παραιτήθηκε ο υπεύθυνος ασφαλείας του μαγαζιού. Μουρλάθηκα. Του λέω, βρε χρυσέ μου, βρε καλέ μου, δεν σε πληρώνω, δεν σε γλίτωσα από τη στρατολόγηση στην πολυεθνική αστυνομία, τώρα που σε έχω ανάγκη, μου την κάνεις; Ξέρετε τι μου είπε; Δεν μπορώ ρε αφεντικό, η γυναίκα μου παίζει μπάλα με τους «μαύρους», ξέρεις ότι ποτέ δεν γούσταρε το καζίνο, δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια της. Σε ευχαριστώ για όλα. Έτσι μου είπε και την έκανε ο τύπος. Σε αυτή τη φάση! Και εγώ τον κοίταζα και τι να κάνω!
Ο εκπρόσωπος Τύπου τον κοίταξε βαριεστημένα.
– Μην ανησυχείς, ρε αδερφέ. Θα σου στείλω τους Βρετανούς. Θα τους πω να σε προσέξουν, να ρίξουν λίγο τις τιμές. Εξυπηρέτησε τους κι εσύ λίγο στο μαγαζί, ξέρεις, στήσε τους κανένα παιχνίδι και θα κάτσει η δουλειά. Θα μιλήσω και στον υπουργό Εσωτερικών, θα έχεις περίπολα από ασφαλίτες γύρω από το μαγαζί σου συνεχώς. Αν ταράζεσαι και το βγάζεις, παίζεις το παιχνίδι τους. Αυτό ακριβώς θέλουν. Είσαι επιχειρηματίας, σκέψου θετικά, γάμησε τους!
Εκείνος παρίστανε το βαριεστημένο. Ξεφύλλιζε δήθεν το περιοδικό, άκουγε όμως με προσοχή όσα λέγονταν. Πολλή φραστική γενναιότητα έβγαινε από τον εκπρόσωπο, ήταν όμως φανερό ότι φοβόταν. Οι δημοσιογράφοι είχαν βρει ευκαιρία και άρχισαν τις ερωτήσεις:
– Τι είναι αυτές οι φήμες για συνάντηση επιχειρηματιών χθες στην Παλιά Πόλη και για νέο πολιτικό πόλο; Αληθεύει ότι έδωσαν τελεσίγραφο στην κυβέρνηση;
– Μην μου έρχεστε ρε σεις με τα ίδια. Τα έχουμε πει αυτά χίλιες φορές στο press room. Με τους επιχειρηματίες μιλάμε, δεν τρέχει τίποτα τέτοιο, μας στηρίζουν. Δεν παρακολουθείτε το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ; Αυτοί θέλουν απλά να κάνουν τη δουλειά τους και αυτό είναι κατανοητό, όπως κατανοητό είναι να πιέζουν. Ποιος σας λέει αυτές τις μπούρδες για νέα κόμματα;
– Ναι, αλλά δικαιούνται να γκρινιάζουν, δεν λειτουργούν σε περιβάλλον ασφάλειας και γι' αυτό δεν ευθύνονται εκείνοι. Αναγκάζονται και πληρώνουν ένα σωρό χρήματα στους Αμερικάνους και τους Άγγλους για να προστατέψουν τις εγκαταστάσεις τους και τις μεταφορές των προϊόντων τους!,
απάντησε ο οικονομικός διευθυντής της πολυεθνικής. Έγιναν και απαγωγές. Έχει καταντήσει ανθυγιεινό να νταραβερίζεται κανείς πλέον με τη Νέα Πορεία.
– Αν δεν ήταν η Νέα Πορεία, δεν θα είχαν αυτόνομες εγκαταστάσεις τώρα οι επιχειρήσεις και μάλιστα πολλές φορές σε δημόσια γη, που τους δόθηκε μισοτιμής! Ή θα είχαν καταντήσει αυτές εδώ και καιρό όπως η βιομηχανική ζώνη, την οποία κατάφεραν και ερήμωσαν! Μη μου τα λέτε λοιπόν αυτά. Τους δώσαμε γη και ύδωρ. Βάλαμε τα κεφάλια μας στον τορβά γι' αυτούς. Όσοι σήμερα γκρινιάζουν, οφείλουν πολλά στη Νέα Πορεία. Τι υπάρχει μετά τη Νέα Πορεία;
Ο εκπρόσωπος Τύπου κοίταξε γύρω του θριαμβευτικά και συνέχισε:
– Οι φασίστες και ο όλεθρος για την επιχειρηματική κοινότητα! Διαλέξτε λοιπόν και πάρτε! Φροντίστε μόνο να κάνετε τις σωστές επιλογές, για να βρείτε την επόμενη μέρα τα κεφάλια σας στη θέση τους! Ξέρετε με ποιους θέλουν κυρίως να λογαριαστούν οι τρομοκράτες; Μη μου πείτε ότι δεν είδατε τις χθεσινές προκηρύξεις... Η λέξη εμποροκρατία σας λέει τίποτα; Γιατί οι προκηρύξεις δεν μιλάνε και για τίποτα άλλο...
Όλοι γύρω έσκυψαν τα κεφάλια. Η συνομιλία, είχε αποκτήσει ξαφνικά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Όντως επικρατούσε πανικός, όντως υπήρχε ένα κλίμα έντασης μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρηματιών. Αλλά δεν υπήρχε απόκλιση σε επίπεδο συμφερόντων, παρά διαφωνίες για την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί. Ήταν φανερό ότι οι επιθέσεις και η γενικότερη πίεση που ασκούσε η «Μάχη» είχαν προκαλέσει εκνευρισμό και πολλά ρήγματα στο μέτωπο της ελίτ, που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Όπως έλεγαν παλαιότερα στους Εθνικιστές, όταν η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με τη λαϊκή βία, τα χάνει. Ξέρει να την προκαλεί και να την ασκεί, όχι όμως και να την αντιμετωπίζει, κάτι που την ωθεί σε σπασμωδικές κινήσεις. Η δράση της «Μάχης» είχε πάρει πλέον χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης, προκαλώντας αμηχανία στην κυβέρνηση.
Παρατήρησε τα πρόσωπα των συνομιλητών του. Ήταν όλοι προβληματισμένοι και συνοφρυωμένοι, όλοι είχαν κάτι να χάσουν. Η συζήτηση πάγωσε για λίγα λεπτά και επικράτησε μια αμήχανη σιωπή. Την έσπασε ο διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας του συστήματος:
– Η αντιπαράθεση με τους φασίστες μπορεί να λυθεί με πολιτικά μέσα, σε συνάρτηση όμως με βία χαμηλής έντασης. Είτε το θέλουν κάποιοι στην κυβέρνηση είτε όχι, αργά ή γρήγορα πρέπει να ανοίξουν κανάλι επικοινωνίας με τον τρελάρα. Έχετε διατηρήσει ανοικτούς διαύλους με τη βιομηχανική ζώνη; Και τι στο καλό γίνεται με τους ομήρους;
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κυβερνώντος κόμματος γύρισε προς το μέρος του δημοσιογράφου. Φαινόταν κουρασμένος και προβληματισμένος, τα μάτια του ήταν κόκκινα, ενώ το ποτό είχε αρχίσει να τον πιάνει.
– Ρε συ, νομίζεις ότι δεν έχουμε προσπαθήσει να μιλήσουμε μαζί τους; Μας περνάς για βλάκες; Κοντεύουμε να χάσουμε τη μισή χώρα, τα κρατικά αυτοκίνητα δεν μπορούν να περάσουν τα Τέμπη. Οι επιθέσεις πάνε σύννεφο. Τι μου λες; Τους προσφέραμε αμνηστία, τους δώσαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι. Τι άλλο να κάνουμε; Ζητούν την ανοικοδόμηση όλων των εκκλησιών που καταστράφηκαν. Μα είναι δυνατόν; Και ποιος από τη Νέα Πορεία θα προσυπογράψει την επιστροφή των παπάδων, μετά από τόσους αγώνες για τον θρησκευτικό και εθνικό αποχρωματισμό; Αυτό δεν γίνεται εξάλλου ούτε με συνταγματική αναθεώρηση. Τι θα πει η EE; Πώς θα περάσουμε κάτι τέτοιο; Τι θα πούμε στα στελέχη μας; Συγνώμη λάθος; Ανοίξαμε τέτοιο μέτωπο με την αντίδραση και τον σκοταδισμό για πλάκα; Το ξέραμε και το ξέρατε από την αρχή ότι θα ήταν δύσκολο. Μας στηρίξατε. Τώρα μας ζητάτε να κάνουμε πίσω; Να αναιρέσουμε ότι κάναμε τις περασμένες δύο δεκαετίες; Να παραδεχθούμε την ήττα μας; Μας ζητούν να τους παραδώσουμε όλους τους μη γηγενείς που ευθύνονται, λέει, για εγκλήματα και αναφέρονται συνεχώς στο ατυχές συμβάν στην παράνομη εκκλησία. Και ξέρω τι θα πείτε, ότι ήταν λάθος. Ούτε εμένα μου άρεσε, στο κάτω κάτω, εγώ κλήθηκα να μιλήσω εκείνη την ημέρα για λογαριασμό του κόμματος. Όμως, ποιος το προκάλεσε; Ποιος αγνόησε τις συνεχείς προειδοποιήσεις της πολυεθνικής αστυνομίας; Ποιοι έθεσαν τα ίδια τους τα παιδιά σε κίνδυνο; Αλλά, παρόλα αυτά, εμείς φάγαμε μερικούς από την πολυεθνική, για να μην γκρινιάζουν και στείλαμε στον αγύριστο τον ανεγκέφαλο τον διοικητή της! Αλήθεια, πόσους αστυνομικούς έχουν αυτοί σκοτώσει από τη μέρα που πήραν τα όπλα; Αυτοί δεν ήταν άνθρωποι; Για τους ομήρους που με ρωτάτε συνέχεια, τι να κάνουμε; Αν μπούμε στη βιομηχανική ζώνη, θα γίνει μακελειό. Θυμάστε τι έγινε την τελευταία φορά. Μας ζητάνε να ανταλλάξουμε τους ομήρους με τους 200 φυλακισμένους στην αποικία, που αυτοί θεωρούν πολιτικούς κρατούμενους και ζητούν παράλληλα τη διάλυση της πολυεθνικής. Αυτά δεν γίνονται ούτε στα παραμύθια!
Εκείνος, ακούγοντας το λογύδριο του εκπροσώπου, θυμήθηκε τον Γάλλο ποιητή Λαμαρτίνο, που είχε πει ότι όσο περισσότερο γνωρίζει τους εκπροσώπους του λαού, τόσο περισσότερο θαυμάζει τους σκύλους του. Συνέχισε να ξεφυλλίζει μηχανικά το περιοδικό, ακούγοντας όμως προσεκτικά το διάλογο. Μια φωνή όμως τον έβγαλε από τις σκέψεις του:
– Εσύ αδερφέ τι πιστεύεις; Τι λένε οι δικοί σου στη Βρετανία;, τον ρώτησε ένας εκ των οικονομικών συντακτών. Εκεί είχαν ξανά ταραχές.
– Ανησυχούν, είχαν πτώση στις εξαγωγές τους σε Ελλάδα και Ιταλία και δεν χαίρονται γι' αυτό. Έχουν κι εκείνοι πονοκεφάλους όμως. Δεν ήταν λίγα τα προβλήματα που προκάλεσαν στις μεταφορές οι αγρότες στη Γαλλία. Επίσης, τρεις ημέρες οι αγορές στο Μπέρμινγχαμ και το Μπράντφορντ παρέλυσαν, λόγω των ταραχών. Αυτός που πληρώνει τη νύφη είναι το ελεύθερο εμπόριο. Οι φασίστες ανασκουμπώνονται και αποκόμισαν μεγάλα κέρδη στις τελευταίες δημοτικές εκλογές! Στο Λιούτον ξεπέρασαν το 26% και στράφηκαν κατά των αλλοδαπών εμπόρων.
Εκείνος πρόσεχε πολύ τις απαντήσεις του, ώστε να μην είναι πολιτικά φορτισμένες. Φοβόταν ότι δεν θα του έβγαινε και αυτό θα γινόταν αντιληπτό αργά ή γρήγορα.
– Και να φανταστεί κανείς ότι κάποτε σύσσωμη η Ευρώπη πολεμούσε κατά του φασισμού, είπε ένας εκ των οικονομικών συντακτών. Τώρα, του κλείνει πονηρά το μάτι! Ρε πού καταντήσαμε! Να φοβόμαστε τύπους που φοράνε μαύρες παραλλαγές! Και να μην μπορεί κανείς να τους συμμαζέψει! Ξέρετε τι μου είπε η κόρη μου; Στο πανεπιστήμιο, κάποιοι φοιτητές ετοιμάζουν λέει συνδυασμό για να κατέβουν στις εκλογές και τον ονόμασαν... «Μαχητές»! Μιλάμε για πολύ θράσος! Χτύπησαν δύο αντιπροσώπους της Νέας Πορείας και απείλησαν τον τοποτηρητή της Υπηρεσίας Προώθησης των Αρχών της Παγκοσμιοποίησης! Χτυπούν μέρα μεσημέρι και σε δημόσια θέα κρατικούς λειτουργούς! Οι συντηρητικοί φοιτητές διαμαρτύρονται για τα εγχειρίδια, που είναι, λένε, ιδεολογικά φορτισμένα και ενοχοποιούν απελευθερωτικούς αγώνες. Από το φασισμό τους ποιος θα μας απελευθερώσει, μου λέτε; Η Νέα Πορεία δεν τολμά! Η Πρυτανεία σηκώνει τα χέρια της. Πέρασαν λέει και στη ζούλα έναν παράνομο παπά μέσα στις εγκαταστάσεις και τους έκανε λειτουργία και... κήρυγμα! Κήρυγμα παρακαλώ! Νόμιζα ότι τους είχαμε ξαποστείλει όλους τους οπισθοδρομικούς ρασοφόρους! Κι όλα αυτά το 2021, μετά από δεκαετίες κοινωνικών αγώνων για την απελευθέρωση του λαού από τα σκοταδιστικά σύνδρομα και τις δοξασίες και την κοινωνική ανάπλαση! Και η Πρυτανεία αρνείται να παρέμβει, γιατί φοβάται τη δημιουργία έντασης! Μα πήγαν όλα στράφι; Δεν μπορεί! Τίποτα δεν περάσαμε στον κόσμο; Τίποτα; Χθες μπήκα στο μετρό και είδα μια γυναίκα με κομποσκοίνι. Δίπλα της στεκόταν ένας αστυνομικός. Δεν μπορεί να μην το είδε! Δεν της είπε τίποτα! Τίποτα! Εγώ στη θέση του, θα της έκοβα το χέρι! Καλά, τόση ανομία πια σε αυτή τη χώρα;
Θυμήθηκε πάλι τη ρήση του Λαμαρτίνου:
«Όσο περισσότερο γνωρίζω τους εκπροσώπους του λαού, τόσο περισσότερο θαυμάζω τους σκύλους μου».
Γύρισε σπίτι με τα πόδια, αφού καληνύχτισε την ομήγυρη. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι, πέρασε από τέσσερις βιομετρικούς ελέγχους. Εκείνος κάθε φορά ανατρίχιαζε. Τα καταγεγραμμένα στα μηχανήματα στοιχεία κίνησης των πολιτών, κατέληγαν για επεξεργασία στα εργαστήρια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και της EE, κατόπιν σχετικών συμφωνιών που είχαν υπογραφεί. Υπεύθυνος του εργαστηρίου της EE ήταν ένας Τούρκος απόστρατος στρατηγός της Στρατοχωροφυλακής. Ήταν «ήρωας» στη χώρα του. Είχε εξαρθρώσει και στείλει στη φυλακή πολλούς πυρήνες αντιστασιακών οργανώσεων και Κούρδων αυτονομιστών, είχε κάψει χωριά ολόκληρα που συνεργάζονταν με τους αυτονομιστές. Ήταν επίσης κοινώς αποδεκτός από τους αστούς Ευρωπαίους πολιτικούς, που ήταν όλοι λίγο πολύ αντιμέτωποι με κοινωνικά κινήματα, «τρομοκρατικές» ομάδες και ακτιβιστές, κυρίως εθνικιστές, κομμουνιστές και οικολόγους. Ο Τούρκος αξιωματούχος είχε μάλιστα προσφερθεί στην τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα να βοηθήσει στον αγώνα κατά της «Μάχης», που είχε πριν από οκτώ μήνες εκτελέσει έναν Τούρκο έμπορο του ναρκωτικού Ωμέγα στην Παλιά Πόλη, για τον οποίο υπήρχαν υποψίες ότι ήταν επίσης πράκτορας των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Το ενδιαφέρον του Τούρκου αξιωματούχου απεδείκνυε του λόγου το αληθές.
Οι Τούρκοι είχαν συνεργαστεί άψογα με τη Νέα Πορεία, που δεν αντέδρασε όταν πλήθη διαδηλωτών εισέβαλαν στο Φανάρι, εκδιώκοντας τον οικουμενικό πατριάρχη. Ο παναγιότατος είχε πάθει σοκ. Είχε αντιπαρατεθεί με την Εκκλησία της Ελλάδος και τους εθνικιστές, νομίζοντας ότι έτσι θα εξευμενίσει την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες αλλά και τους εν Αθήναις «προοδευτικούς», που βέβαια του γύρισαν την κρίσιμη στιγμή την πλάτη. Φίλος ή όχι, ήταν παπάς και δεν μπορούσαν να τον εξαιρέσουν από τον κανόνα, θα εκτίθονταν. Ο εθνικός αποχρωματισμός αφορούσε και τους κοσμοπολίτες, δολοπλόκους, διεθνιστές και οικουμενιστές αρχιερείς στο Φανάρι, που στην Ελλάδα σιγοντάριζαν ανοικτά τους «προοδευτικούς». Έπεσαν στο λάκκο που οι ίδιοι έσκαβαν στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Τώρα οι αρχιερείς του Φαναριού πλήρωναν, εξόριστοι οι περισσότεροι στις ΗΠΑ, όπου τους φιλοξενούσε η αμερικανική πολιτική ηγεσία, καθώς η ομογένεια είχε αντιληφθεί το ρόλο τους και τους είχε γυρίσει την πλάτη. Οι αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν είχαν αρθρώσει λέξη διαμαρτυρίας, όταν το κράτος στράφηκε στην Ελλάδα κατά της Εκκλησίας. Ξεσηκώθηκαν όταν χτυπήθηκε το Άγιο Όρος, αλλά ήταν πλέον αργά, πολύ αργά. Στη συνείδηση των Ελλήνων, είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα.
Απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα του Νίκου Χιδίρογλου "Όχι στην παλιά Πόλη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου