Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η Εθνική Αντίσταση των καιρών μας

Πότε λοιπόν με το καλό θα αντιδράσει ο "κυρίαρχος λαός"; Ιδού το ερώτημα που απευθύνουμε ο ένας στον άλλο, εν μέρει για να αποφύγουμε την απάντηση στο ερώτημα "εσύ τι κάνεις;".


Την 6η Απριλίου του 1941 οι γερμανικές μεραρχίες πέρασαν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εικοσιμία μέρες μετά, το πρωΐ της 27ης Απριλίου, οι πρώτοι γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα. Οι αθηναίοι περίμεναν τα γερμανικά στρατεύματα από ημέρες, αφού ήδη από τις 23 Απριλίου οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει από τις Θερμοπύλες ενώ ο Πειραιάς είχε εκκενωθεί από τους βρετανούς προ πολλού. Οι αθηναίοι περίμεναν τους γερμανούς κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους, το έσχατο ψυχολογικό καταφύγιο που ήλπιζαν να παραμείνει απόρθητο. Η κυβέρνηση Τσουδερού και ο βασιλιάς την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια για την Κρήτη και αμέσως για το Κάϊρο ενώ στην Αθήνα διορίστηκε πρωθυπουργός ο Τσολάκογλου, δύο μόλις μέρες μετά την είσοδο των γερμανών.
Η Αθήνα ήταν μια κατεχόμενη πόλη, με καθολικά δυσκολότερες συνθήκες διαβίωσης από αυτές που βιώνουμε στα πλαίσια της σύγχρονης κατοχής. Ήδη από τις αρχές του φθινοπώρου του '41 τα σημάδια της κατάπτωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού ήταν οφθαλμοφανή. Η όποια λαϊκή αντίσταση ωστόσο περιοριζόταν σε μεμονωμένες ενέργειες, σαν αυτή της αποκαθήλωσης της σβάστικας από την Ακρόπολη από τους Γλέζο και Σάντα. Την 27η Σεπτεμβρίου ιδρύθηκε το ΕΑΜ ενώ το ένοπλο τμήμα του, ο ΕΛΑΣ, ιδρύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1942. Οι πρώτες μάχες με τους ιταλογερμανούς δεν έγιναν πριν κλείσει χρόνος ολόκληρος από την ημέρα της παράδοσης της Αθήνας.
Χρειάστηκε χρόνος να ζυμωθεί στη συνείδηση του λαού, του τμήματός του τουλάχιστον που συμμετείχε ενεργητικά, η ανάγκη της σύγκρουσης με τον κατακτητή που του στερούσε το ψωμί του. Ίσως μάλιστα η συμμετοχή στην αντίσταση να ήταν ισχνότερη αν δεν έλειπε το ψωμί. Το χειμώνα του 1941-42 έπεσε ο μεγάλος λιμός. Προπολεμικά κανείς μάλλον δεν φανταζόταν πως επρόκειτο να πεινάσει, να απαντά σωρούς από νεκρά κορμιά στους δρόμους, να στηρίζει τις ελπίδες του για επιβίωση στα συσσίτια. Κι όταν έπεσε ο λιμός η πρώτη σκέψη του καθενός ήταν στο πως θα μπορέσει να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειάς του. Υπό αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες η οργανωμένη αντίσταση φάνταζε τότε, στην αρχή τουλάχιστον, κάτι το άκαιρο και εξωπραγματικό. Μέχρι να γίνει συνείδηση το αυτονόητο. Ότι ο κατακτητής και η διορισμένη κυβέρνησή του καθόλου δεν ενδιαφερόταν για το βίο των υπόδουλων. Μια συνείδηση που χρειάστηκε τελικά χιλιάδες νεκρών από πείνα για να κατακτηθεί και να διοχετευτεί στην Εθνική Αντίσταση. Η συμμετοχή στην οποία θα ήταν, επίσης, ισχνότερη αν η αποφασιστικότητα και οι επιτυχίες των πρώτων ηρωϊκών ανταρτοομάδων δεν έδιναν το σύνθημα της νίκης σ'έναν αγώνα που κανείς δεν πίστευε πως θα μπορούσε να κερδηθεί. Κι όμως, ένας κομμουνιστής γεωπόνος, ο Θανάσης Κλάρας επρόκειτο να γίνει ο πρωτοκαπετάνιος της Αντίστασης. Και πάλι, η Εθνική Αντίσταση δεν υπήρξε ποτέ παλλαϊκή. Όπως δεν ήταν παλλαϊκή η αντίσταση στη στρατιωτική χούντα του '67-'74. Δεν είναι σημεία των σύγχρονων καιρών ο καιροσκοπισμός και η αδιαφορία. Λίγοι πάντοτε ήταν αυτοί που είχαν την αρετή και την τόλμη να παλέψουν για την ελευθερία τους. Οι πολλοί θα τους αποκαλούσαν, διαχρονικά, αλήτες, συμμορίτες και άλλα πολλά. Και θα έσπευδαν τελικά να τους αποταχθούν συντασσόμενοι με τους εκάστοτε νικητές ή στη συνέχεια, όταν η ιστορία δικαίωσε τους θυσιασμένους, να οικειοποιηθούν τους καρπούς της θυσίας τους.

Ίσως πει κάποιος, άλλο η στρατιωτική κατοχή κι άλλο η οικονομική. Άλλο να τουφεκίζονται χωριά ολόκληρα σε αντίποινα αντιστασιακών ενεργειών κι άλλο να σε ψεκάζουν δακρυγόνα. Δεκτό. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο σ'αυτές τις διαφορετικής φύσεως κατοχές. Ο φόβος. Το διαχρονικό βαρύ πυροβολικό των κατακτητών, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη λαϊκή χειραφέτηση. Όπως κοινό χαρακτηριστικό των κατέχοντων είναι ο κυνισμός. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ δήλωνε πως δεν του καιγόταν καρφί αν πέθαιναν οι κατακτημένοι λαοί από την πείνα, αρκεί να μην πεινούσε κανένας γερμανός. Κατ' αναλογία τα ίδια δηλώνουν σήμερα οι οικονομικοί κατακτητές. Κι αν τότε το αίμα κυλούσε στα καλντερίμια και κανείς δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν το έβλεπε, σήμερα τα θύματα της κατοχής υποφέρουν κάτω από μια πηχτή "ευνομούμενη" πάχνη που τη χρωματίζουν σε όλες τις αποχρώσεις πλην του κόκκινου οι επίπεδες οθόνες της προσποιητής ευημερίας. Η αντίσταση σήμερα είναι πιο δύσκολη από τότε, κι ας μη επαπειλείται από αιματηρά αντίποινα ή αναγκαστική καταφυγή στις κορυφογραμμές. Είναι πιο δύσκολη γιατί η εμπειρία του λαού δεν μετουσιώθηκε ποτέ σε πολιτική συνείδηση και η μνήμη σκούριασε στη νοτιά των καταναλωτικών ευδαιμονιών. Γιατί ο εχθρός σήμερα δεν φέρει τα διακριτικά των ες-ες ή των γερμανοτσολιάδων. Ο σημερινός φόβος, μέσα σε μια μάλλον σχηματική προσέγγιση, συγκεντρώνεται περισσότερο στην απώλεια της LCD παρά στην απώλεια της εστίας (όχι με την υλική της υπόσταση). Αν και η απειλή στρέφεται κατά της τελευταίας.

Η συγκροτημένη αντίσταση ενός λαού προϋποθέτει συνειδησιακές διεργασίες που απαιτούν χρόνο. Όπως και επίγνωση πως η αντίσταση είναι ζητούμενο των μειοψηφιών κόντρα στην δύναμη αδράνειας ή αντίδρασης των πλειοψηφιών. Θεωρώ πως υπάρχουν κόκκινες γραμμές που όταν -και θα- ξεπεραστούν θα πυροδοτήσουν μια νέα Εθνική Αντίσταση. Στην οποία πλέον θα ενυπάρχουν τα εμφυλιοπολεμικά στοιχεία πολύ πιο έντονα απ' ότι υπήρξαν την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Είναι νομίζω νομοτελειακό το στοιχείο αυτό, αφού τα πάλαι ποτέ στρώματα του λούμπεν προλεταριάτου έχουν υποκατασταθεί στον αντιδραστικό τους ρόλο από στρώματα αλλοτριωμένων προλεταρίων με "αστική" συνείδηση που θα μάχονταν για την υπεράσπιση χαντρών και καθρεφτών. Ο καπιταλισμός πεθαίνοντας, ή έστω βαριά άρρωστος, τρέφεται με τις σάρκες των παιδιών και των γερόντων. Στραγγίζει το αίμα του μέλλοντος. Τέρμα πια στις αυταπάτες.
έγραψε ένας στρατολάτης

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου